Γράφει ο: Νίκος Κουτσός

                 Μέλος Ομοσπονδίας Σαρακατσαναίων Ελλάδας & Συλλόγου Σαρακατσαναίων Αιτωλοακαρνανίας

Στα παλιά τα χρόνια η παντρειά γινόταν με προξενιό, έτσι κι αυτό. Έγινε το προξενιό, ήρθε η ώρα για τον επίσημο αρραβώνα. Κανονίστηκε η ημερομηνία, συνήθως Σαββατοκύριακο, έγινε με μεγάλη συμμετοχή και από τα δύο οικογενειακά. Μικρά τα οικήματα για την εποχή, δεν υπήρχαν ταβέρνες και κέντρα για τέτοιου είδους εκδηλώσεις, γίνονταν στο σπίτι της νύφης. Έτσι κι εδώ, ξεκίνησε το συμπεθεριό του γαμπρού περίπου 50 νοματαίοι, αλλά και το συμπεθεριό της νύφης περισσότεροι για την εποχή εκείνη. Έγιναν τα καλωσορίσματα και ο αρραβώνας κατά το έθιμο, τραπέζι-χορός μέχρι τα μεσάνυκτα και βάλε. Κάποια στιγμή ο γαμπρός θυμήθηκε ότι δεν είδε την αιωνόβια Βάβω (γιαγιά), αποφάσισε να πάει στο καλυβάκι που ήταν, να τον γνωρίσει και να αλλάξει μερικές κουβέντες μαζί της. Πάντα όμως προσεκτικός μην του ξεφύγει καμία κουβέντα άπρεπη, συνήθως η παροιμία έλεγε ότι ο γαμπρός πρέπει να είναι μετρημένος και να λέει στρογγυλές κουβέντες. Η αιωνόβια Βάβω, καθώς ήτανε στο τζάκι της καλυβούλας με πολύ λίγο φως από την τσιμπλή τη λάμπα, δεν μπορούσε να δει το μέλλοντα γαμπρό της, γιατί εκτός από το λίγο φως και την καπνισμένη καλυβούλα της Βάβως, 100 χρονών και πλέον, τα μάτια της ήταν γεμάτα καταρράκτη. Άρχισαν την κουβέντα με το γαμπρό. Ο γαμπρός, όπως προείπα, προσεκτικός μην πει καμιά άσχημη κουβέντα της Βάβως και τη δυσαρεστήσει. Τέλος ήρθε η ώρα να επανέλθει στο άλλο δωμάτιο, αφήνοντας τη Βάβω με τον εγγονό της, που ήταν λίγο πιο μεγάλος από το γαμπρό, για να τη ρωτήσει ποια εκτίμηση έχει για το γαμπρό.

Η απάντηση που πήρε ο εγγονός ήταν η εξής: «Στην κουβέντα παιδί μου που τον άκουσα, μου φάνηκε καλός, να τον ιδώ δεν τον είδα». Γυρίζει ο εγγονός και λέει της Βάβως: «Πού να σου πω Βάβω ο γαμπρός έχει στολή (στολή οι παλιοί, όπως η αιωνόβια Βάβω, έλεγαν το μουστάκι). Η Βάβω όταν άκουσε ότι ο γαμπρός έχει ‘στολή’, αναταράχθηκε από χαρά και είπε πιάνοντας τον εγγονό από το χέρι: «παιδί μου να τον ιδώ, δεν τον είδα, αλλά στις κουβέντες που άκουσα ήταν καλός. Αφού έχει και ‘στολή’, πήγαινε πες του γιού μου να μην τραβήξει χέρι, να την δώσει την κόρη του!