Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Την πρώτη μου σταδιοδρομία, ως περιστασιακά εργαζόμενος, την έκανα στο Δασαρχείο. Εισήλθον δεκαπενταετής, ως μαθητευόμενος εργάτης, με το βαθμό του νερουλά και εξήλθον εικοσιπενταετής με το βαθμό του εργοδηγού-επιστάτη, αφού διεξήλθον όλα τα πόστα (εργάτης, λατόμος, βοηθός τεχνίτη, …ψιλοτεχνίτης, σημειωτής). Τέτοια λαμπρή ανέλιξη, στη συνέχεια, δεν είχα ούτε στον ιδιωτικό ούτε στο δημόσιο τομέα που διέτριψα. Ο πολυτραγουδισμένος μπάρμπα Γιάννης ο Κανατάς, παρά το θρύλο του, θα ζήλευε τη σταδιοδρομία μου, που ξεκίνησε από νερουλάς.

Το 1967 το βασικό μέσο μεταφοράς και πόσης νερού, στις εκτός σπιτιού εργασίες, ήταν η νεροβάρελα. Στα συνεργεία όμως χρησιμοποιούνταν το μεγάλο, τσίγκινο ημικυλινδρικό γκιούμι. Αυτό ήταν και το πρώτο μου επαγγελματικό εργαλείο, ως νερουλάς στο Δασαρχείο. Το φορτωνόμουν στη πλάτη και πήγαινα να το γεμίσω στην κοντινότερη κρυόβρυση. Στη συνέχεια το μετέφερα στο εργοτάξιο και κει με το καπάκι του, για κύπελλο, έπιναν ένας-ένας με τη σειρά.

Μόνο η Διαμάντω δεν έπινε γιατί σιχαινόταν. Είχε το δικό της παγούρι γεμάτο νερό. Τούτο δεν το χώνεψαν οι άλλοι εργάτες, γι΄ αυτό ένας απ΄ όλους, πήγε και κατούρησε μέσα στο παγούρι της. Έτσι το μεσημέρι, όταν όλοι δροσίζονταν κολεχτιβίστικα με το νερό της κρυοπηγής, η Διαμάντω έπινε με το ζόρι το ζεστό κατουρόνερο του παγουριού της.

-Καλό το νερό Διαμάντω; τη ρωτούσαν.

-Λίγο ζεστό! έλεγε αυτή. Κι έτσι καλαμπούριζαν κι έβγαζαν το μεροκάματο κι εκπαιδεύονταν για να γίνουν αργότερα κλασσικοί δημόσιοι υπάλληλοι!

Παλιά ήταν συνηθισμένο να τρώνε και να πίνουν από το ίδιο σκεύος.

Για παράδειγμα οι συνδαιτυμόνες έπιναν κρασί με τη σειρά από το ίδιο παγούρι, όπως κάνουν οι καουμπόυδες με τη μποτίλια του ουισκιού. Για τα καλέσματα του γάμου γύριζαν από σπίτι σε σπίτι με μια τσίτσα γεμάτη κρασί. Εκεί ο νοικοκύρης έπινε από το στόμιο της τσίτσας κι έτσι ήταν καλεσμένος στο γάμο.

Οι βλάχοι στα κονάκια τους, συνήθως είχαν ένα χουλιάρι κι έτρωγε τη βραστογαλιά του ο καθένας με την αράδα. Βέβαια τούτο δεν γινόταν γιατί τους έλειπαν τα ξύλινα χουλιάρια (οι… χουλιαράδες κάλυπταν επαρκώς τις ανάγκες) αλλά για να διασφαλίζεται η ισότητα στο φαΐ, γι΄ αυτό και η απειλή στον αργοπορούντα ήταν “θα το κρεμάσουμε το κουτάλι”. Μια άλλη συνήθεια ήταν το κοινό φάγωμα της πίττας μέσα στο ταψί, με κερδισμένο τον γρηγοροφαγά.

Εγώ που έζησα κάτι τέτοιο, εύκολα μπορώ να αντιληφθώ, πως οι αδελφοί ορθόδοξοι χριστιανοί μεταλαβαίνουν με το ίδιο κουτάλι, χωρίς να σιχαίνεται ο ένας τον άλλον. Όμως και για μένα οι άλλοι δεν αντιλαμβάνονταν γιατί εγώ για χρόνια είχα τη λόξα να… μεταλαβαίνω από τα αποπιόματα των άλλων, πίνοντας ότι περίσσευε στο φλιτζάνι του καφέ τους.

Όλα αυτά ανέβηκαν στην ψυχογραφική μου επικαιρότητα, τώρα με την πρόσφατη επίθεση που έκανε ο κορονοϊός, όχι μόνο στην υγεία μας, αλλά και στα ιερά και στα όσια της καθ΄ ήμάς Ορθοδοξίας.

Προσωπικά ως πιστός -που καθόλου δεν είμαι- προτιμώ την ορθόδοξη μεταλαβιά και όχι την πεπολιτισμένη καθολική με την όστια. Όμως με το κορονοϊό δεν μπορώ να τα βάλω, γι΄ αυτό και -εν προκειμένω- προτιμώ τη δυτική. 

Βέβαια όλα αυτά προϋποθέτουν την παλιά κοινότητα, που ο ένας γνώριζε τον άλλον και όλοι συνέπιναν από το ίδιο ποτήρι το νερό και το τσίπουρο, τη χαρά και την πίκρα, τη μεταλαβιά και την αποθέωση.