Λίγες μόνο μέρες μετά τα Χριστούγεννα και εν αναμονή της Πρωτοχρονιάς και τα νέα των ειδήσεων είναι τόσο πολλά και τόσο μαύρα. Άνθρωποι –μεταξύ τους και μωρά- πνίγονται στις θάλασσες του Αιγαίου και της Μεσογείου, δολοφονίες καθημερινά, καταγγελίες για βιασμούς και άλλα σεξουαλικά εγκλήματα… και η πολιτική από το κακό στο χειρότερο, με τα μέτρα για τον κορωνοϊό να μας θυμίζουν ότι βρισκόμαστε ακόμη σε εμπόλεμη κατάσταση.
Μέσα σε αυτό το κατά τα άλλα πολύ γιορτινό κλίμα(!), θυμήθηκα το όμορφο παραμύθι-τραγούδι των αδερφών Κατσιμίχα για την ‘Αγέλαστη Πολιτεία’.
«Μία φορά κι εναν καιρό ήταν μια πολιτεία
που απ’ όλες εξεχώριζε σ’ ολόκληρη τη χώρα,
μια πολιτεία όμορφη μα πάντα λυπημένη,
οι άνθρωποι αγέλαστοι, χαζοί και μουτρωμένοι,
δεν ξέρανε χαμόγελο κι αγάπη τι σημαίνει.

Καθένας τους εκοίταζε μονάχα τη δουλίτσα του,
η καλημέρα ακριβή σαν να `τανε χρυσάφι,
ποτέ δεν παίζαν τα παιδιά στους δρόμους, στην πλατεία,
ποτέ δεν έγινε γιορτή, χορός και φασαρία,
της βγήκε και το όνομα: Αγέλαστη Πολιτεία…»
Κάπως έτσι θυμίζει η χώρα και ο πλανήτης μας τα τελευταία δύο χρόνια, επειδή όμως θέλω να κλείσει θετικά αυτή η τόσο δύσκολη χρονιά θα κλείσω με ένα μικρό παραμύθι.
«Ο Γκρινιάρης Καλικάντζαρος

Ένας γκρινιάρης καλικάντζαρος Ο Φρέντι περνούσε την ώρα γκρινιάζοντας στο φίλο του το Λιουκ.
Ο Λιουκ ήθελε να γίνει καλικάντζαρος – γιατρός και σκέφτηκε πως, ακούγοντας υπομονετικά το Φρέντι να κλαψουρίζει για το παραμικρό χτυπηματάκι, μπορούσε να εξασκηθεί γιατρεύοντάς τον. Έτσι θα μάθαινε το επάγγελμά του.
Μια μέρα, ο Φρέντι ήρθε να τον βρει κλαψουρίζοντας, όμως χωρίς κανένα φανερό τραύμα, ούτε καν κακή όψη. Αντίθετα, ο Λιουκ τον είδε πολύ καλά, χαρούμενο, παρά την γκρίνια του, που, τώρα, έμοιαζε ψεύτικη.
Πώς είσαι; ρώτησε ο Λιουκ. Έχεις υπέροχη όψη σήμερα.

  • Βρίσκεις;… είπε ο Φρέντι. Ωστόσο, δε νιώθω πολύ καλά.
  • Πονάει η κοιλιά σου; ρώτησε ο Λιουκ.
  • Όχι και τόσο, είπε ο Φρέντι.
  • Ναι ή όχι, πονάει η κοιλιά σου; είπε κοφτά ο Λιουκ.
  • Όχι! Δε νομίζω.
  • Λοιπόν! Τι τρέχει; ρώτησε ενοχλημένος ο Λιουκ.
  • Δεν ξέρω, είπε ο Φρέντι. Δεν είμαι καλά.
  • Ο Λιουκ δεν ήξερε τι να πει. Κοίταξε το φίλο του, που χαμήλωσε το βλέμμα και δεν είπε τίποτα.
    Νομίζω πως ασχολιόμαστε υπερβολικά μαζί σου, φιλαράκο μου, είπε ο Λιουκ. Άλλωστε κι εσύ ασχολείσαι πολύ με τον εαυτό σου. Προσπάθησε να σκεφτείς λίγο και τους άλλους και θα νιώσεις καλύτερα, σε διαβεβαιώ.
  • Μα κανείς δε με χρειάζεται, είπε ο Φρέντι.
  • Ο Φρέντι είχε δίκιο. Επειδή βογκούσε όλη μέρα και παραπονιόταν συνεχώς, όλοι τον απέφευγαν και κανείς δε θα σκεφτόταν ποτέ να του ζητήσει κάποια εξυπηρέτηση. Τον ρωτούσαν απλώς αν ήταν καλά και ο Φρέντι δε απαντούσε ποτέ ναι.
  • Δεν υπάρχει λύση για σένα, Φρέντι, είπε ο Λιουκ κάπως σκληρά. Είσαι χαμένη περίπτωση. Θα είσαι όλη σου τη ζωή ένας γκρινιάρης καλικάντζαρος. Στα καλικαντζαροχωριά, πάντα υπάρχουν ένας δυο τέτοιοι. Ε λοιπόν, εδώ, αυτός θα είσαι εσύ. Δεν πειράζει, έτσι είναι.
  • Νομίζεις; ρώτησε ο Φρέντι αναστατωμένος.
    Και γύρισε στο σπίτι του, ευχαριστημένος που ήταν επιτέλους κι αυτός ξεχωριστός. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν ο γκρινιάρης του χωριού.
    (ΠΗΓΗ: από το βιβλίο Χειμωνιάτικες Ιστορίες (Gregoire Solotareff),
    από τη σειρά: Μια ιστορία για κάθε μέρα, Εκδόσεις: Μεταίχμιο)
    Τελικά ακόμη και οι ‘χαμένες υποθέσεις’ βρίσκουν τη θέση τους στον κόσμο… Αν βγαίνει πάντως ένα συμπέρασμα αυτό είναι να μην εστιάζουμε τόσο πολύ στον εαυτό μας. Ας εστιάζουμε στο πώς μπορούμε να γίνουμε χρήσιμοι και παραγωγικοί για όσους μας χρειάζονται και τελικά για ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο.
    Καλή Πρωτοχρονιά!