Του Δημήτρη Ευαγγελοδήμου
Δημοσιογράφου

Βραγγιανά Αγράφων. Το 1940 ήταν ένα ζωντανό χωριό με περίπου 600 κατοίκους, κτηνοτρόφους στην πλειονότητά τους. Έφερε βαρύ το φορτίο της ιστορικής κληρονομιάς, καθώς εκεί ο Ευγένιος Αιτωλός ίδρυσε το 1661 Σχολή για ανώτερη μόρφωση, που αργότερα ονομάστηκε Ελληνομουσείον Αγράφων. Συνεχιστής του υπήρξε ο μαθητής του Αναστάσιος ο Γόρδιος από το 1682 μέχρι το 1728. Κατόπιν τη διεύθυνση της Σχολής ανέλαβε ο Θεοφάνης, μαθητής του Γορδίου, μέχρι στα 1750 περίπου. Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1930, αυτή την ιστορική πνευματική κληρονομιά του χωριού έφερε στους ώμους του ο δάσκαλος Γεώργιος Αντωνόπουλος, που 25ντάχρονος τότε, ενθουσιωδώς τις αξίες της στα μικρά Αγραφιωτόπουλα μεταλαμπάδευε.

Μια μέρα, πολλά χρόνια μετά, μια οικογενειακή φίλη μας, η γιατρός Ρένα Αντωνοπούλου, μού ενεχείρισε μια αφήγηση του εν λόγω δασκάλου, που ήταν ο πατέρας της, με τίτλο «Το ξεκίνημα για την εποποιία του σαράντα». Αναφέρεται στο πως βίωσε την κήρυξη του πολέμου και την επιστράτευση, υπηρετώντας ως δάσκαλος στα Βραγγιανά.

«Οι μέρες του Οκτώβρη του σαράντα, ήτανε ζεστές, ηλιόλουστες, μέχρι την παραμονή της 28ης», γράφει. «Με τις δυο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου Βραγγιανών διορθώναμε ένα κακοπέρασμα του δρόμου, κοντά στο σχολείο. Ο ήλιος άρχισε να γέρνει, και το μεσημέρι μάς άφηνε. Ξαφνικά μέσα στην ησυχία και την ηρεμία της φθινοπωρινής φύσης, ακούστηκε από τη δύση προς την ανατολή, ένα τρομαχτικό μουγκανητό και αμέσως εμφανίστηκαν τέσσερα βαριά αεροπλάνα, που αστραποβολούσαν, να περνούν βιαστικά για να φθάσουν στον στόχο τους. Ανησύχησα. Μαύρες σκέψεις πέρναγαν από τον νου μου. Οι μικροί όμως μαθητές μου με κοιτούσαν ανήσυχα και ερωτηματικά. Σχόλασα χωρίς βιασύνη κι΄ άφησα τα παιδιά να γυρίσουν στα σπίτια τους. Απ΄ αυτή την στιγμή μια αγωνία με κυρίευσε, σαν κάτι φοβερό να περίμενα. Έτσι, καθώς ο ήλιος άφηνε τις μισόσβηστες αχτίνες του να χαθούν στο απέραντο χάος του στερεώματος  για να τις διαδεχθούν τα πρώτα σκοτάδια του σούρουπου, ακούστηκε τρομαγμένη, σπαρακτική, η φωνή του Ντελάλη: “Ακούστε, χωριανοί… Έχουμε πόλεμο με την Ιταλία… Ο στρατός της χτυπάει τα σύνορά μας! Αύριο το πρωί όλοι οι μάχιμοι να πάνε να παρουσιαστούν στον στρατό!…” Αργότερα ήρθε και τηλεγράφημα που έδινε σαφέστατες οδηγίες. Απ΄ τη στιγμή αυτή όλοι παγώσαμε. Αλλά και απ΄ την ίδια στιγμή άρχισε η εκστράτευση. Ο πόλεμος. Το “Έπος” όπως το είπαμε και το λέμε».

Ο δάσκαλος Γ. Αντωνόπουλος συγκλονίστηκε από τα γεγονότα. Όπως συνάγεται από την πολύ μεταγενέστερη αφήγησή του, εκείνες οι στιγμές άφησαν στους ανθρώπους ανεξίτηλο το στίγμα τους. «Είναι», λέει, «το κεφάλαιο τούτο της νεότερης ελληνικής ιστορίας μας, από τα πιο ένδοξα, τα πιο σημαντικά. […] Είναι φαινόμενο –το έπος του σαράντα- ψυχολογικό, ιστορικό, απροσδόκητο δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης και φυσικά όχι ανεξήγητο».

Ας επιστρέψουμε όμως στα Βραγγιανά της 28ης Οκτωβρίου 1940. Διηγείται ο δάσκαλος Γ.  Αντωνόπουλος: «Πρωί – πρωί, άλλωστε ποιος μπόρεσε να κοιμηθεί, συγκεντρωθήκαμε στο προαύλιο της εκκλησίας. Ανάψαμε το κεράκι στην Παναγιά κι΄ άρχισαν οι αποχαιρετισμοί. Ο καθένας χωριστά τους δικούς του κι όλοι μαζί τους αγαπημένους μας. Ξεκινήσαμε. Ακολουθούσαν όλοι. Κανένας δεν έλεγε να σταματήσει. Οι ευχές και τα δάκρυα έδιναν και έπαιρναν: “στο καλό και νικητές!” Με δυσκολία αποχαιρέτησα τους αγαπημένους μου μαθητές. Ο καθένας κάτι είχε, κάτι ήθελε να προσφέρει. Καρύδια, βασιλικό κλπ. Τέλος, με μεγάλη δυσκολία τους είπα: “Μέχρι τον δρόμο που φτάσαμε χθες θα ρθείτε. Μετά θα γυρίσετε. Θα περιμένετε να γυρίσουμε για να συνεχίσουμε τα μαθήματά μας, τις δουλειές μας. Καλή αντάμωση και νικητές.” Σαν ανεβήκαμε την ανηφοριά και αφήσαμε πίσω το χωριό, βρεθήκαμε σε μια απλοχωριά, σ΄ ένα ξέφαντο και μέσα στα πόδια μας μπλέχτηκε ένας λαγός. Κανένας δεν είχε το κουράγιο να τον κυνηγήσει. Μόνο ο Παντελής, ο πιο γέρος ανάμεσά μας, είπε: “δεν είναι καλό σημάδι, ποιος ξέρει πόσοι δεν θα γυρίσουμε πίσω. Ένας Θεός το ξέρει”. Και φυσικά δεν γυρίσανε κάμποσοι. Η πορεία συνεχίστηκε. Άθελα ήρθε στο μυαλό μου ένας άλλος αρχαίος κακός οιωνός. Οι Τρώες εφορμούσαν έξω από τα τείχη σε πέντε ομάδες. Ένας αετός αριστερά με το πέταγμά του τους τρόμαξε. Ο Πολυδάμας, συμβουλεύει σύμπτυξη και ο Έκτορας του απαντάει με το πολυθρύλητο “εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης”.

»Ο καιρός ανακατεύθηκε, χάλασε. Ο ουρανός σκεπάστηκε από μαύρα σύννεφα κι άρχισε να βρέχει. Το κρύο γινόταν αισθητό, διαπεραστικό. Η πορεία συνεχιζόταν σιωπηλή, άκεφη, κακόκεφη. Στον δρόμο ανταμώσαμε και με τους επίστρατους άλλων χωριών, όπως του Τροβάτου, του Τρίδενδρου κ.ά. Τώρα ξεπερνούμε τους τριακόσιους. Αργά το βράδυ, ύστερα από 9ωρη πορεία φτάσαμε στο Βλάσδο (Μοσχάτο). Ταλαιπωρημένοι, βρεγμένοι. Η κατάσταση ήτανε απελπιστική. Χώρος δεν υπήρχε, ούτε έστω, να καλυφθούμε από την αδιάκοπη βροχόπτωση. Σε επικοινωνία με το Φρουραρχείο Καρδίτσας μάς δόθηκε η εντολή: “Ξενυχτήστε αυτού όπως-όπως. Ούτε εδώ υπάρχει χώρος”. Περάσαμε την πρώτη νύχτα της δοκιμασίας. Το πρωί φτάσαμε, πάντοτε πεζή, στην Καρδίτσα. Νέοι αποχαιρετισμοί, ο καθένας τράβηξε για το κέντρο επιστράτευσής του. Κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε. Δεν δείλιασε. Ο πόλεμος μάς επιβλήθηκε.

»Έτσι, ο αγρότης, ο εργάτης, ο διανοούμενος, ο επαγγελματίας απ΄ τη μονάδα του, το όπλο του, επολέμησε με αυταπάρνηση, σαν ένα σύνολο για τη λευτεριά, για τα ιερά και τα όσια. Τ΄ αποτέλεσμα είναι γνωστό. Νικήσαμε. […] Στον πόλεμο εκείνο, ο λαός μας έδωσε το προσωπικό του ύφος, όμοιο με εκείνο του 1821. Η αναμέτρηση έγινε ανάμεσα στη φιλοπατρία και τον ιμπεριαλισμό. Η τεχνοκρατία, στον σιδερένιο της όγκο, πέτυχε για μια στιγμή να γονατίσει τη μαχόμενη ψυχή. Η αναστροφή όμως ήρθε γρήγορα και το μάθημα έμεινε με την Εθνική μας Αντίσταση. Η 28η Οκτωβρίου 1940 θα προβάλλει στην σκηνή της ιστορίας έναν αγώνα μιας φυλής, που προσδιορίζεται από το πάθος της λευτεριάς και την ευχή ποτέ πια πόλεμος, ειρήνη στην ανθρωπότητα».

Ο δάσκαλος Γεώργιος Αντωνόπουλος, τον οποίον ακόμη θυμούνται στα Βραγγιανά, γεννήθηκε το 1915 στο Μεσοχώρι Φθιώτιδας από αγρότες γονείς. Τελείωσε την Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρούπολης και δίδαξε στα χωριά της Φθιώτιδας, των Αγράφων και της Καρδίτσας. Με ευρύ, δημοκρατικό πνεύμα, στάθηκε πάντα κοντά στους ανθρώπους του μόχθου, χωρίς ανέσεις και μέσα, ήταν ένας δάσκαλος-ήρωας. Όπου δίδαξε άφησε εποχή με την βαθιά του καλλιέργεια, το ήθος, την ανιδιοτέλεια, την συνέπεια, την ευθύτητα, καθώς και την αγάπη και το πάθος για το λειτούργημά του.

Μετά τον πόλεμο στο μέτωπο της Αλβανίας, από τους πρώτους πήρε μέρος  στην Εθνική Αντίσταση, μέσα από ΕΑΜ, αρχικά σαν πρώτος  γραμματέας της Τομεακής Επιτροπής Αγίου Γεωργίου (Τυμφρηστού), όπου αναπτύχθηκε η πρώτη ανταρτοομάδα του ΕΛΑΣ από τον Άρη Βελουχιώτη και Γιώργο Χουλιάρα (Περικλή) και στη συνέχεια στο Αρχηγείο Δομοκού σαν Πολιτικός Υπεύθυνος με τους Νάκο Μπελή και Γιώργο Κακογιάννη (Διομήδη). Πήρε μέρος στη μάχη για την απελευθέρωση του Καρπενησίου από τους Ιταλούς,  στην ανατίναξη της γέφυρας Περιβολίου (Δερελί Δομοκού), στις μάχες Μακρακώμης, Αγίου Γεωργίου, Αράχωβας, Κάτω Καλεντίνης, Βουλγαρελίου και σε πολλές άλλες στη Ρούμελη και τη Θεσσαλία. Αδελφός του ήταν ο Κώστας Αντωνόπουλος, μόνιμος αξιωματικός, ο γνωστός Καπετάν-Κρόνος, που χάθηκε στη δίνη του Εμφυλίου.

Το Δημοτικό Σχολείο Βραγγιανών, όπου υπηρετούσε ως Δάσκαλος ο Γεώργιος Αντωνόπουλος. Εδώ τον βρήκε η κήρυξη του πολέμου.
Ο δάσκαλος των Βραγγιανών το 1940 Γεώργιος Αντωνόπουλος