Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα
και τους καημούς που σκέπασε καπνός
η ξενιτιά τα βρήκε αδελφωμένα
Κι οι ξαφνικές χαρές που ήρθαν για μένα
ήταν σε δάσος μαύρο κεραυνός
κι οι λογισμοί που μπόρεσα για σένα

Και σου μιλώ σ’ αυλές και σε μπαλκόνια
και σε χαμένους κήπους του Θεού
κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ’ αηδόνια
με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια
εκεί που πρώτα ήσουνα παντού
και τώρα μες στο κρύο και στα χιόνια

Δεν ήτανε ρολόι σταματημένο
σε ρημαγμένο κι άδειο σπιτικό
οι δρόμοι που με πήραν και προσμένω
Τα λόγια που δεν ξέρω σου τα δένω
με τους ανθρώπους που ‘δαν το κακό
και το ‘χουν στ’ όνομά τους κεντημένο

Αυτός που σπέρνει δάκρυα και πόνο
θερίζει την αυγή ωκεανό
μαύρα πουλιά του δείχνουνε το δρόμο
Κι έχει τη ζωγραφιά κοντά στον ώμο,
σημάδι μυστικό και ριζικό
πως ξέφυγε απ’ τον Άδη κι απ’ τον κόσμο

Η μοίρα κι ο καιρός το ‘χαν ορίσει

στον κόσμο αυτό να ρίξω πετονιά

κι η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει

Στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει

αυτός που δεν εγνώρισε γενιά

και του καημού την πόρτα να χτυπήσει

και του καημού την πόρτα να χτυπήσει

και του καημού την πόρτα να χτυπήσει

Μνήμες από τα καλοκαιρινά βράδια στα θέατρα της Αττικής και στο Ηρώδειο… Από όλα τα δώρα των απομειναριών μιας εποχή που τελείωνε και ‘μεις ίσα, ίσα που την προλάβαμε… Από τα νεανικά όνειρα που δεν πρόδωσε η ενήλικη ζωή. Από τα λόγια για τη φιλοσοφία, την πολιτική, τον άνθρωπο. Από τα χρόνια του καρμικού έρωτα και της ματαιωμένης αγάπης.… Στο σκοτεινό και αβέβαια μεταβαλλόμενο σήμερα, με τον καημό ότι τα σπουδαία και οι σπουδαίοι χάνονται για πάντα και μαζί τους η ποίηση, η ελπίδα, η ανθρωπιά, η θυσία, η σωτηρία της ψυχής, οι κήποι του Θεού.