Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Σήμερα τελείωσε η πρώτη μετά την Ανάσταση βδομάδα, την οποία παιδιόθεν εγνώρισα ως Ασπροβδόμαδο. Στο χριστιανικό εορτολόγιο λέγεται Διακαινήσιμος Εβδομάς. Παλιά, που… η θρησκεία ήταν στα ζύγια της, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, βάφτιζαν ομαδικά τους Κατηχούμενους, οι οποίοι όλη τη βδομάδα έφεραν άσπρη λαμπάδα και φορούσαν άσπρα ρούχα γι΄ αυτό την έλεγαν Άσπρη Βδομάδα. Αυτή την ονομασία πήρε ο λαός και την έκανε Ασπροβδόμαδο.

Το Μεγαλοβδόμαδο των Παθών οι ασβεστάδες της περιοχής ξεπούλαγαν, γιατί κανένας κάτοικος δεν ήθελε να υποδεχτεί τον αναστάντα Χριστό με λερούς τοίχους και βρώμικα σοκάκια. Το ασβεστωμένο Ασπροβδόμαδο ετοιμαζόταν το Μεγαλοβδόμαδο, απλά μετά τη Λαμπρή ελαμπρύνετο σε όλο του το μεγαλείο. Ο ασβέστης αγοραζόταν ακατάσβεστος σε πετρώδη μορφή (ανθρακικό ασβέστιο CaCO3). Στη συνέχεια κατασβηνόταν με νερό, μέσα σε μια λεκάνη ή άλλο τι και μετατρεπόταν σε παχύρρευστο -κατά το δοκούν- πολτό (οξείδιο του ασβεστίου CaO) κατάλληλον για ασβέστωμα. Πολλές φορές υπήρχε έτοιμος στις ασβεστόγουρνες, όπου ωρίμαζε κατασβησμένος ασβέστης για οικοδομική χρήση.

Το ασβέστωμα ήταν καθαριότητα και απολύμανση ταυτόχρονα που έχει ένα σοβαρό ιστορικό βάθος. Από τους βυζαντινούς χρόνους ακόμα ήταν πρακτική απολύμανσης δημόσιων και ιδιωτικών χώρων ειδικά σε καιρούς επιδημιών. Στην Ελλάδα για αυτόν τον λόγο υιοθετήθηκε το 1928, όταν την Αθήνα ταλαιπωρούσε η επιδημία του δάγκειου πυρετού. Η δικτατορία του Μεταξά με την αγωνία της αποτροπής της χολέρας, της φυματίωσης και άλλων ασθενειών, επέβαλε το υποχρεωτικό ασβέστωμα στα σπίτια των νησιών. Έτσι άσπρισαν οι Κυκλάδες. Το μέτρο επικυρώθηκε το 1955, όταν η βασίλισσα Φρειδερίκη, έπεισε τον Κ. Καραμανλή, με μια φωτογραφία από λευκά σπίτια της Μυκόνου, ότι αυτή θα ήταν η καλύτερη διαφήμιση τους και τέλος η δικτατορία του 1967 το θέσπισε δια νόμου. Οι καλοί νοικοκυραίοι ασβέστωναν μια φορά το χρόνο όλο το σπίτι. Στις γιορτές, επιλεκτικά και για λόγους αισθητικούς, άσπριζαν τον περιβάλλοντα χώρο. Τους εξωτερικούς τοίχους του σπιτιού δεν συνήθιζαν να τους ασβεστώνουν.

Ένα πρόχειρο εργαλείο ασβεστώματος ήταν η σκούπα, όμως είχαν και τις βούρτσες τους:

A. ΜΑΛΑΣ (τουρκ. mala). Ήταν ένα εργαλείο που στη θέση της βούρτσας είχε ένα κομμάτι ακούρευτης προβιάς. Ήταν μια προβιομηχανική και πρωτόγονη βούρτσα.

Μπατανάς (τουρκ. badana), σαν εργασία ήταν το ασβέστωμα και σαν εργαλείο έτσι λεγόταν αλλιώς ο μαλάς.

Β. ΒΟΥΡΤΣΑ. Ήταν δυο απλές βούρτσες (σαν αυτές των παπουτσιών) που ήταν προσαρμοσμένες σ΄ ένα ξύλο. Επίσης μπορούσε να ήταν και η γνωστή σημερινή μπατανόβουρτσα.

Τελετουργία το ασβέστωμα, τότε που κάθε σπίτι είχε την αυλή του με τα παράσπιτα. Τότε που κάποιες εργασίες είχαν και τις παράπλευρες μεγαλειώδεις ερωτικές αναταράξεις.

Ο ποιητής Αλέξ. Πάλλης, αφού με το σαπούνι που έστειλε στη Στυλιανούλι είδε τ΄ αφράτο μπράτσο της, σκέφτηκε κι άλλο τέχνασμα:

«Και βούρτσα την Παρασκευή

(Στυλιανούλα, Στυλιανή)

θα στείλω κι αν την πάρει

και σφουγγαρίσει την αυγή

(ωχ! Στυλιανούλα χαραχτή!)

θα ιδώ και το ποδάρι».