Χρονογραφήματα Από το κλωτσοσκούφι … στο ποδόσφαιρο

3179

Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Ο παραδοσιακός άνθρωπος είχε πολλές χαρές, όσο τούτο να είναι επιφανειακά δυσδιάκριτο κάτω από την αχλύ της φτώχειας και της ταλαιπωρίας. Ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος χωρίς να έχει ανάγκη από ψυχοφάρμακα, ψυχαναλυτικές συνεδρίες και τόσες άλλες μαγγανείες, που εφεύρε ο σύγχρονος άνθρωπος για να απαλύνει τη δυστυχία του. Έκρυβε μέσα του ένα συσσωρευμένο φως που είχε πλουσιοπάροχα αποθηκεύσει από τα μικρά του.

Το κάθε ζώο ξεκινάει και ωριμάζει τη ζωή του παίζοντας. Ο κάθε άνθρωπος χαιρόταν να βλέπει τα κατσικάκια, τα γατάκια, τα κουτάβια και σχεδόν όλα τα ζώα, ίσως με εξαίρεση το γουρούνι, να παίζουν. Χαιρόταν διπλά όταν έβλεπα τα παιδιά του και τα γειτονόπουλα να παίζουνε κι αυτά. Ισόβιο και άσβεστο φως αποθήκευε στην ψυχή του ο κάθε άνθρωπος από το παιγνίδι.

Υπήρχαν παιγνίδια ατομικά, διατομικά και ομαδικά. Τα τελευταία και οι διάφορες αθλητικές διοργανώσεις ήταν παράδοση στο κόσμο των βουνών. Το ποδόσφαιρο ήταν το τελευταίο ομαδικό παιγνίδι που εισήχθη και θα φύγει αφού πρώτα φύγει ο άνθρωπος από τα γη.

Παππούς του ορεινού ποδοσφαίρου είναι το κλωτσοσκούφι, που, εν σπέρματι, είχε ποδοσφαιρικούς κανόνες. Το κλωτσοσκούφι παιζόταν ως εξής: Οι παίχτες σχημάτιζαν κύκλο. Στο κέντρο υπήρχε ένας παλιός σκούφος και ένας παίχτης “τιμωρημένος” ο οποίος προσπαθούσε, κλωτσώντας το σκούφο ή να τον βγάλει έξω από τον κύκλο ή να χτυπήσει με αυτόν κάποιον στο κεφάλι ή στο κορμί. Οι άλλοι παίχτες, μόνο με τα χέρια και τα πόδια, εμπόδιζαν το σκούφο να βγει έξω από τον κύκλο.

Κατά τα άλλα το… λέει και το τραγούδι: “Κάθε άνθρωπο μονάχο / κάθε άνθρωπο μαγκούφη / θα τον έχουνε οι άλλοι / πάντοτε για κλωτσοσκούφι” και για πολλές δεκαετίες ακόμα οι ξένοι πιστωτές μας θα μας έχουν και θα μας παίζουνε κλωτσοσκούφι.

Πατέρας του ποδοσφαίρου ήταν η τόπα, δηλαδή ένας σφαιρικός μπόγος ραμμένος με κουρέλια, σε μέγεθος μικρής μπάλας, που παιζόταν με κανόνες περισσότερο κλωτσοσκουφικούς και λιγότερο ποδοσφαιρικούς.

Η είσοδος της φουσκωτής δερμάτινης μπάλας ανέτρεψε άρδην όλα τα προηγούμενα. Εισέβαλλε ως θεά και ως τέτοια έκλεψε τις καρδιές των αγροτόπαιδων. Όμως είχαν δυο μεγάλα προβλήματα. Πρώτον γρήγορα χαλούσε και η έλλειψή της ήταν οδυνηρή και δεύτερον πουθενά δεν υπήρχε γήπεδο. Σε μας –στο Κρίκελλο- το πρόβλημα έλυσε –λύνει και θα… λύνει- το καλοκαίρι η μεγάλη κοφτολιβαδική έκταση των Καναβιών.

Εδώ στις ποδοσφαιρικές συναντήσεις, υπό το βλέμμα του τραγόμορφου Πάνα και των Δρυάδων νυμφών, έσμιγαν το βελούδινο λιοπύρι των καλοκαιριάτικων απομεσήμερων, με τον οργιάζοντα δυναμισμό των αγροτοπαίδων. Οι δυο κρυόβρυσες των Καναβιών –η μία πάνω από τη λάκα κι η άλλη δίπλα– καταλάγιαζαν την ατέλειωτη δίψα των παικτών και γύρω τα τζιτζίκια του δάσους αχολογούσαν το τραγούδι των Κρηνηίδων νυμφών.