Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τη ζωή των αρχαίων Ευρυτάνων. “Έζων από θήρας και ληστείας” γράφει ο Αριστοτέλης, “αγνωστότατοι γλώσσαν εισί και ωμοφάγοι” ιστορεί ο Θουκυδίδης. Τεράστια μεγέθη και οι δυο και αντίρρηση στα λόγια τους δύσκολα προβάλλεις. Μεγαλειώδη βασίλεια με λαμπρούς βασιλιάδες, και περίλαμπρες νίκες που έσωσαν τον Ελληνισμό …και την Ορθοδοξία φαντασιοκοπούν και ενίοτε παραληρούν οι τοπικοί μας ιστοριοδίφες. Χωρίς να δεχτώ άκριτα τους πρώτους, απορρίπτω αναφανδόν τους δεύτερους.

Χιλιάδες δούλοι έφτιαχναν τον Παρθενώνα κι όσοι αρνούνταν τη δουλεία έζων από θήρας και ληστείας στα βουνά μας.

Τούτοι οι κυνηγοί και ληστές, όπου υπήρχε λίγο νερό και λίγο χώμα, έχτιζαν κι έστηναν σιγά-σιγά το νοικοκυριό τους. Η γης που καλλιεργούσαν τους ανήκε, η υπόλοιπη ήταν κοινόχρηστα βοσκοτόπια.

Στην Ευρυτανία ποτέ δεν υπήρξαν τσιφλικάδες και κολλήγοι, φεουδάρχες και δουλοπάροικοι.

Ο τόπος μας είχε ελεύθερους νοικοκυραίους, που δουλεύανε νύχτα με νύχτα, για να βγάλουν το ψωμί της χρονιάς. Με το πέρασμα των αιώνων συσσώρευσαν πείρα, μεγιστοποίησαν την παραγωγικότητά τους και μόρφωσαν τους δικό τους τοπικό πολιτισμό.

Την ευρυτανική αγροκουλτούρα.

Αυτός ο πολιτισμός έφτασε ακμαίος και φωτεινός μέχρι το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.

Μεταπολεμικά άρχισε η φθορά των δομών του και διαφθορά των θεσμών του. Με τα εργοστάσια που έστησαν και με πολλούς ακόμα τρόπους, ξερίζωσαν και προλεταριοποίησαν τον ελεύθερο, αυτάρκη και αυτοκαταναλωτικό Ευρυτάνα νοικοκύρη. Στη συνέχεια τα εργοστάσια έκλεισαν κι οι Ευρυτάνες υποτάχτηκαν οριστικά και καθ΄ ολοκληρίαν στον πολιτικάντη για ένα διορισμό στο δημόσιο, για μια αναπηρική μαϊμουσύνταξη, ή μια επιδότηση για το άνοιγμα ενός θνησιγενούς καφενείου ή άλλης φαντασιακής δραστηριότητας και όλα τούτα ως μια ανταπόδοση και πριμοδότηση της υποταγής τους στον κομματάρχη.

Η Ευρυτανία ποτέ δεν είχε μανδαρίνους του Δημοσίου και χαρτογιακάδες, όμως σήμερα βρίθει από κρατικοδίαιτους της κρικέλλας -δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους- και ελέω αυτών υπολειτουργούν και κάποια κουτσομάγαζα. Όμως οι συνταξιούχοι πεθαίνουν –μακριά από μας!- οι υπάλληλοι φθίνουν και τα μικρομάγαζα κλείνουν.

Η Ευρυτανία και ειδικά το Καρπενήσι είναι ο Γαργαντούας των χρημάτων του Δημοσίου. Φαραωνικά έργα, εργολαβοκεντρικού και ψηφοθηρικού χαρακτήρα από αβδηρίτες άρχοντες, περιμένουν τη μπουλντόζα να τα κατεδαφίσει για να καθαρίσει ο τόπος.

Αυτή είναι η κρίση και σ΄ αυτήν κανένα κόμμα, κανενός χρώματος και κανένα επιστημονικό -λεγόμενο- ίδρυμα δεν δίνει μία απάντηση.

Η γη, η εργασία και το κεφάλαιο είναι οι τρεις συντελεστές της παραγωγής και της ανάπτυξης. Έτσι λένε οι κλασσικοί της πολιτικής οικονομίας.

Για τη Γη οι άρχοντες αποστρέφουν το πρόσωπό τους και οι αρχόμενοι κλείνουν τα μάτια τους, γιατί δεν θέλουν ούτε να τη δουν εγκαταλειμμένη και ερημωμένη. Η κοιλάδα του Καρπενησιώτη ευλογούνταν από τον ιδρώτα των γεωργών και ποτιζόταν από τα γάργαρα νερά του ποταμού για χιλιετηρίδες. Σήμερα είναι εγκαταλειμμένη και πως μπορούσε να γίνει αλλιώς με τα βοθρολύματα που κυλούν στην άγια κοίτη του ποταμού του;.

Τη δεύτερη αξία της Εργασίας, οι άρχοντες την απαξιώνουν, επιδοτώντας τις επικαναπεδικές ασχολίες και οι αρχόμενοι ευδαιμονούν, ξεχνώντας ότι ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω.

Εκείνο όμως που όλοι μας λιγουρευόμαστε και ενεργοποιεί τους σιελογόνους μας αδένες είναι το Κεφάλαιο, όταν αυτό ρέει άφθονο και χάνεται στις καταβόθρες των επιδοτήσεων, των βοηθημάτων, των πιστώσεων για έργα στις αυλές των ημετέρων για μικροπροσλήψεις ρουσφετολογικού χαρακτήρα, και γουργουρίζοντας στα στομάχια των περιούσιων «εξέρχεται εκ του αφερδρώνος» μας… κατά τον Ευαγγελιστή Μάρκο και αποσυντίθεται πλήρως στο νερό του Καρπενησιώτη ποταμού.