Κάθε εποχή και κάθε περιοχή έχει τα διατροφικά γκουρμέ της και τα μεζεκλίδικα μπινελίκια της. Ένα εισαγόμενο από τις βόρειες χώρες ήταν -και είναι- η ρέγκα, η οποία έχει όλα τα καλά, όμως έχει κι ένα μεγάλο κακό: το πολύ αλάτι της βλάπτει στην πίεση και σε άλλες χανταβάρες των μεσηλίκων και των υπερηλίκων.

Παλιά μέσα στην παροιμιώδη διατροφική μας πενία, είχαμε και μια πολυτέλεια: την καψαλιστή ρέγκα. Ο πατέρας μου είχε κι αυτός αδυναμία στη ρέγκα γι΄ αυτό και έφερνε αρκετές φορές στο σπίτι. Εκεί έπειτα από ένα καψάλισμα στο μπουχαρί, μετατρεπόταν σ΄ ένα θεσπέσιο τσιμπολόγημα, με την συνοδεία ελιών και της πανεθνικής φασολάδας και βέβαια πάντοτε με «φουσκοπούτση» ή «δρόλαπα» (τοπικοί οίνοι Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης!).

Ένα βράδυ βλέπω τον πατέρα μου να έρχεται, έχοντας υπό μάλης ένα ολόκληρο κασελάκι ρεγκών, που είναι η συνηθισμένη τους συσκευασία.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.-Μπράβο πατέρα, έφερες ολόκληρο κουτί, του λέω περιχαρής.

-Είναι άδειο, μου λέει, έφερα μόνο το κασελάκι, για να βάζω μέσα τα διάφορα εργαλεία των μαστορεμάτων μου.

Έτσι αγάπησα πολύ τα μαστορέματα, με τα εργαλεία που μύριζαν ρέγκα, φτάνοντας στο σημείο από τότε να έχω γίνει ένας μέτριος πολυτεχνίτης και έκτοτε ένας καλός ερημοσπίτης!

Η πολυτεχνικές δεξιότητες, που παιδιόθεν απέκτησα, μ΄ έσπρωξαν την δεκαετία του ΄70, που κατέβηκα στην Αθήνα, να στραφώ -φευ- για μεροκάματο στις οικοδομές, που αυτήν την εποχή ανεγείρονταν καταιγιστικά.

Εκείνη η πενταετία, που τυπικά ήταν περίοδος σπουδών, στη πράξη ήταν πενταετία εργασίας στις οικοδομές, διαδηλώσεων στο πεζοδρόμιο κι ελάχιστα χρόνος σπουδών, με αποτέλεσμα να είμαι σχεδόν αποτυχημένος και στους τρεις τομείς που ασχολήθηκα δηλ. οικοδόμος, επαναστάτης και μηχανικός.

Ένα από τα καλά των βασάνων μου στις οικοδομές ήταν η αναζωπύρωση της ερωτικής μου σχέσης με τη ρέγκα. Στα βαριά μεροκάματα, μες τη βροχή και μέσα στο λιοπύρι, στο κολατσιό θα είχε ρέγκα. Ο μικρός του συνεργείου, που έστελναν για τα ψώνια του κολατσιού -και που κατά κανόνα ήμουν εγώ- είχε συνήθη παραγγελία να αγοράσει μορταδέλα, κασέρι, ελιές και ρέγκο, (οι εραστές των σκορδοκρέμμυδων τα είχαν στην τσέπη τους). Όλοι ήθελαν το αυγοτάραχο της ρέγκας γι΄ αυτό, όντας… “οικοδόμοι παλληκάρια”, τον έλεγαν ρέγκο και όχι σκουράτζο, που είναι το όνομα της αρσενικής ρέγκας. Μαζί μ΄ αυτά οι περισσότερο μερακλήδες, που δεν δούλευαν σ΄ εξωτερικές σκαλωσιές, παράγγελναν κι έναν Κούρτακα (ένα μπουκάλι κρασί Κουρτάκη). Ο ρέγκος πριν την κατανάλωσή του, καψαλιζόταν με τσιμεντοσακούλα. Πολλοί πολιτικοποιημένοι (οι περισσότεροι χαρακτηρισμένοι ως κομμουνιστές την εποχή της χουντοκρατίας -και όχι μόνο- έβρισκαν εργασιακό καταφύγιο στις οικοδομές) παράγγελναν και την χουντική φυλλάδα τον «Ελεύθερο Κόσμο» που όπως έλεγαν ήταν καλή μόνο για να καψαλίζουν τις ρέγκες στις οικοδομές.

Ας είναι καλά λοιπόν ο πλούσιος βοράς, όχι μόνο για την οικονομική του ανάπτυξη, αλλά και για τις ρέγκες του.