Στη δεκαετία του ΄60 τα καλοκαίρια στο χωριό μου, το Κρίκελλο, γινόταν το αδιαχώρητο. Ο κάθε παλιός κτηνοτρόφος, της πάλαι ποτέ ακμάζουσας νομαδικής κτηνοτροφίας, που από το Μεσοπόλεμο ακόμα μετανάστευσε από το χωριό, ένα όραμα είχε: Να έρθει τον Αύγουστο στο χωριό να πιεί κρύο νερό από τα Σωληνάρια, να δροσιστεί στα πλατάνια της μεγαλοπρεπούς πλατείας και να χορέψει στο πανηγύρι στις 23, στα εννιάμερα της Παναγίας της «Κρικελλιώτισσας».

Έτσι και μεις οι ιθαγενείς παίρναμε μια κοσμοπολίτικη γεύση. Γευόμασταν κάποια εξωτικά φρούτα, όπως καρπούζια, πεπόνια, γιαρμάδες, μηδέ εξαιρουμένων και των θρεμμένων και γλυκών ποικιλιών σταφυλιών και μας γλύκαιναν με κάποιο ζαχαρωτό, που έφερναν από τον κάμπο. Επίσης αποκτούσαμε και ένα είδος διαπολιτισμικών επαφών με τους συνομήλικους μας των κάμπων και των πόλεων, που όλο και κάτι παραπάνω ήξεραν από μας.

Δεν είχα πάει ακόμα στο Δημοτικό. Ένα αυγουστιάτικο βράδυ, οδηγούσα στο σπίτι τη βουκολική κομπανία της γεωργικής κτηνοτροφικής μας εκμετάλλευσης, δηλαδή δυο γελάδες, πεντέξι μανάρια, το σκύλο, που έτυχε να μας ακολουθεί κι εμβόλιμο ένα χαριτωμένο μοσχαράκι. Στις παρυφές του χωριού συνάντησα μια οικογένεια παραθεριστών μ΄ ένα παιδάκι στην ηλικία μου. Ο μικρός ενθουσιάστηκε στη θέα του μοσχαριού, αυτό τον πλησίασε κι ο μικρός φοβισμένος ρώτησε τον πατέρα του: «Μπαμπά δαγκώνει;» Έμεινα άναυδος με την παχυλή άγνοια του συνομήλικού μου.

Άκου αν δαγκώνει το μοσχαράκι!

Βέβαια αργότερα άκουσα ότι ένας ανάλογος φύτουλας του αστικού χώρου είδα ένα γουρούνι, εστίασε στη μύτη του και ρώτησε γεμάτος απορία τη μάνα του:

-Μαμά πρίζα είν΄ αυτό;

Σήμερα το ζήτημα έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Μπορεί ένα παιδί του Δημοτικού να είναι μέχρι και χάκερ στον ψηφιακό κόσμο, όμως στον πραγματικό δεν ξεχωρίζει το βόδι από το μουλάρι, Εύκολα μπορείς να το βάλεις καβάλα στο βόδι, χωρίς να είσαι… Τοπολιανίσιος!

Το πρόβλημα βέβαια εξακτινώνεται και στους γονείς και στους δασκάλους που κι αυτοί είναι δυνατόν να μην γνωρίζονται με το βόδι, σε αντίθεση με παλιότερα που ήταν απαράδεκτο ένα βόδι να μη γνωρίζει το δάσκαλο!

Ένας νεαρός δάσκαλος κατέβαινε αρβυλοκοπώντας στο καλντερίμι. Σε μια διασταύρωση συνάντησε έναν γερο-γεωργό, που πήγαινε στο χωράφι του, σέρνοντας το βόδι. Είπαν τα σχετικά και ο δάσκαλος πήρε δεξιά το δρόμο για τη πλατεία και ο γεωργός στράφηκε αριστερά τραβώντας το βόδι. Όμως το βόδι πισωπάτησε και κοίταγε το δάσκαλο. Τότε ο μπαρμπα-Μήτσος, ξαμώνοντας με τη μαγκούρα του, φώναξε:

-Ε! ωρέ Χελ΄δόν΄ πρώτη φορά βλέπ΄ς δάσκαλο!

Μια φορά περνάγαμε από το βράχους του Κόκκινου η μάνα μου ο πατέρας και γω. Ψηλά σε μια εσοχή των βράχων η μάνα μου είδε ζουναγκιασμένο (αποκλεισμένο) ένα μικρό ζαρκαδάκι και είπε στον πατέρα μου: «Ανέβα πάνω να το πιάσεις» κι αυτός της απάντησε: «Δεν ανεβαίνω φοβάμαι μη με δαγκώσει», οπότε και γω με σειρά μου του εξήγησα: «Μπαμπά το ζαρκάδι δε δαγκώνει».