Χρονογραφήματα

2729

Ο Παπαγιώργης και τα πινακίδιά του

Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Πάντα, μετά από κάθε επέτειο και κάθε εθνική γιορτή μετέχοντας και κοινωνώντας τη λαμπρή και πανηγυριώτικη μέρα, μου μένει μια γεύση στυφή λες κι έφαγα άγουρο γκόρτσι. Ευτυχώς όμως δεν είμαι μόνος έχω τον Παλαμά και άλλους άξιους ποιητές να παιανίζουν την δική τους ηρωική συμφωνία “Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί / καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι / για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί” κανοναρχεί ο μεγάλος Παλαμάς στους Λύκους του.

"ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ ΤΗΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ

“Από μικρός στα γράμματα, μικρός στα πινακίδια και τώρα στα γεράματα αρματωλός και κλέφτης! Ωρέ Παπαγιώργη!” λέει ένα δημοτικό μας τραγούδι. Δεν μπόρεσε το σχολείο να κλείσει τα μάτια του Παπαγιώργη. Όποιος ποθεί λευτεριά παίρνει σπαθί. 
“Όλα τα κάστρα πάτησες κι όλα τα μοναστήρια και του Βαρλάμη το κελί! Ωρέ Παπαγιώργη!”. Δεν μπόρεσαν τα ψαλτήρια και τα πινακίδια να αλυσοδέσουν την ψυχή του Παπαγιώργη. Με το σπαθί γκρεμίζει κάτω τα φονικά ρηγάτα τα θεμελιωμένα στη ψευτιά.
Διευκρινιστικά το πινακίδι ήταν μια ξύλινη σανίδα, πάνω στην οποία έγραφαν τα σχολιαρούδια με σουβλερεμένο μολύβδινο κοντύλι, φτιαγμένο από βόλια καριοφιλιών. Είναι ο άμεσος πρόγονος της πλάκας και του κοντυλιού, με την οποία μάθαμε εμείς γράμματα και ο απώτατος πρόγονος των tamplet, που μαθαίνουν σήμερα τ΄ αγγόνια μας –όσοι έχουμε. 
Εμείς οι πενηντάχρονοι και πάνω είμαστε ιθαγενείς των πινακιδιών και της πλάκας με το κοντύλι και πεπολιτισμένοι του κοντυλοφόρου, με τις πένες γραφής, χι, και καλλιγραφίας. Και τώρα στα γεράματα νάμαστε μετανάστες στον ψηφιακό κόσμο, που μας στραβώνει κυριολεκτικά και μεταφορικά. 
Άλλοι καιροί άλλα ήθη. Μέσα στο ψηφιακό κυκεώνα –και Αρμαγεδώνα- πρέπει, και θα βρούμε και θα τροχίσουμε το σπαθί, για να λογχίσουμε τα “φονικά ρηγάτα”, που λέει κι ο ποιητής."

Υπάρχει κι ο ιερόσυλος λαός, που με το τραγούδι του αποσπά το παπά από την Αγία Τράπεζα και τον τραγουδάει και τον χορεύει σαν ληστή ή αρματωλό, σαν κλέφτη ή αντάρτη: “Από μικρός στα γράμματα, μικρός στα πινακίδια και τώρα στα γεράματα αρματολός και κλέφτης! Ωρέ Παπαγιώργη!” λέει ένα απ΄ αυτά τα δημοτικά μας τραγούδια, που ακούμε στον απόηχο των ηρωικών μας επετείων. Δεν μπόρεσε το σχολείο να κλείσει τα μάτια του Παπαγιώργη.

“Όλα τα κάστρα πάτησες κι όλα τα μοναστήρια και του Βαρλάμη το κελί! Ωρέ Παπαγιώργη!”. Δεν μπόρεσαν τα ψαλτήρια και τα πινακίδια να αλυσοδέσουν την ψυχή του Παπαγιώργη. Με το σπαθί γκρεμίζει κάτω τα φονικά ρηγάτα τα θεμελιωμένα στη ψευτιά.

“Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο κτίστης, ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης. Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι…..” γράφει ο Παλαμάς σ΄ ένα ποίημά του, που είναι λογοκριμένο από την ησυχάζουσα νεκροφάνεια της καθεστηκυίας παιδείας μας. 

Όποιος ποθεί λευτεριά παίρνει σπαθί και βγαίνει στο κλαρί αν αντάρτης ή κλέφτης, αλλά και ως ληστής και φυγόδικος. Δηλαδή πολλοί απ΄ αυτούς ήταν κακούργοι κι εγκληματίες, όμως αυτό παραγράφεται μπροστά στο «εύψυχον» που αποπνέουν και στο «ελεύθερον» για το οποίο πολέμησαν.

Και σ΄ άλλες δύσκολες φάσεις του λαϊκών αγώνων οι παπάδες πολέμησαν κρατώντας στο ένα χέρι το σταυρό και στ΄ άλλο το τουφέκι. Ας τιμήσουμε τον Παπαφλέσσα της εθνικοαπελευθερωτικής μας Επανάστασης του ΄21. Ας μνημονέψουμε τον Εαμίτη Μητροπολίτη Κοζάνης Ιωακείμ, ας θυμηθούμε τον Ελασίτη ηγούμενο καπετάν Ανυπόμονο. Ας διαβάσουμε το ποίημα του Κ. Βάρναλη για την εξορία: “Μας τα σιδεροδέσανε τα χέρια… / Μα το καλογεράκι απ΄ τ΄ Αγιονόρος / που πέταξε τα ράσα ο θεοφόρος / μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία / να πομπέψουνε Πατρίδα και Θρησκεία!”.

Διευκρινιστικά ήθελα να τονίσω ότι το πινακίδι ήταν μια ξύλινη σανίδα, πάνω στην οποία έγραφαν τα σχολιαρούδια με σουβλερεμένο μολύβδινο κοντύλι, φτιαγμένο από βόλια καριοφιλιών. Είναι ο άμεσος πρόγονος της πλάκας και του κοντυλιού, με την οποία μάθαμε εμείς γράμματα και ο απώτατος πρόγονος των tamplet, που αποβλακώνονται σήμερα τ΄ αγγόνια μας –όσοι έχουμε.

Άλλοι καιροί άλλα ήθη. Μέσα στο ψηφιακό κυκεώνα –και Αρμαγεδώνα- πρέπει, και θα βρούμε και θα τροχίσουμε το σπαθί, για να λογχίσουμε τα “φονικά ρηγάτα”, που λέει κι ο ποιητής.