Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας
Από νωρίς έμαθα τα λεξιλογικά της ομπρέλας (από το αρχαίο όμβρος και την κατάληξη -έλα, που βέβαια δεν σημαίνει «όμβρε έλα!») Το αλεξιβρόχιο ήταν η αγαπημένη μου λέξη γιατί ετυμολογείτο όπως το «Αλέξανδρος», από το ρήμα «αλέξω=διώχνω, απωθώ αποκρούω, δηλ. ο Αλέξανδρος διώχνει τους άντρες και το αλεξιβρόχιο τη βροχή. Όμως επειδή τότε να έχεις ομπρέλα ήταν πολυτέλεια ο Έρωτάς μας ήταν πλατωνικός. Όταν ο δάσκαλος μάς είπε ότι η ομπρέλα μπορεί να τραβήξει τους κεραυνούς, ο έρωτάς μου άρχισε να φθίνει, ώσπου την ξέχασα τελείως.
Οι ομπρέλες τότε ήταν γερές κι αν χαλούσαν στις αρθρώσεις, υπήρχαν οι ομπρελάδες ψιλοτεχνίτες που τις επισκεύαζαν. Σήμερα ξέφτισαν κατασκευαστικά και φθήνυναν οικονομικά με αποτέλεσμα, άμα χαλάνε να τις πετάμε.
Λένε: «καθένας με την τρέλα του κι αυτός με την ομπρέλα του» δεν ξέρω πως βγήκε αυτή η παροιμία, όπως επίσης δεν ξέρω -οι άλλοι το ξέρουν- πόση τρέλα κουβαλάω, όμως ξέρω πολύ καλά ότι δεν κουβαλάω ποτέ ομπρέλα.
Ένας συνάδελφος στο στρατό που είχε μόνιμα τρέλα, όταν έπιανε βροχή έβγαινε έξω στην αυλή κι έκανε πιρουέτες. Εγώ σε ανάλογες περιπτώσεις, ως νέος, όταν καθ΄ όδόν ενέσκηπτεν υετός, γλύτωνα γιατί ήμουν ωκύπους, αλλά και να βρεχόμουνα το απολάμβανα.
Ως αγροτόπαις έφαγα αρκετές καλοκαιρινές μπόρες, που με μουσκέψανε ως το κόκκαλο. Τότε κατάλαβα αυτό που λένε: «ο βρεγμένος βροχή δε φοβάται» γιατί αφού ξεπερνούσα την αρχική ψυχρολουσία, μετά το απολάμβανα. Τέτοιες απρόοπτες καλοκαιρινές μπόρες, συνοδευόμενες από κατάμαυρα σύννεφα κι από κοσμογονικά αστραπόβροντα, έχουν εγγραφεί μαγικά και μυστηριακά μέσα μου.
Για τους τσοπαναραίους η παροιμία μας το λέει καθαρά: «Ποιος είδε γάιδαρο με σέλα και τσοπάνο με ομπρέλα». Η πρόχειρη άμυνα τους σε επιθέσεις ήπιας βροχόπτωσης ήταν η κατσούλα. Η κάπα έφερε την δική της κατσούλα, για άλλες περιπτώσεις ήταν κάτι πρόχειρο, όπως ένα χεράμι του αργαλειού, μια παλιά χλαίνη ή ένα τσουβάλι εσωδιπλωμένο, ώστε να φτιάξει την κατσούλα. Όταν όμως ήρθε το θεϊκό πλαστικό τότε τα πράγματα βελτιώθηκαν δραματικά. Γι΄ αυτό αλλά και για άλλα, εγώ το έχω στην καρδιά μου κι ας κάνει κάποιους αιώνες να αποδομηθεί.
Όλα αυτά τα θυμήθηκα τώρα με τη απρόοπτη βροχή, που με έκανε λούτσα μέχρι τα ενδότερα της φορεσιάς μου, γιατί δεν είχα ομπρέλα. Διέλαθε της προσοχής μου ένα σημαντικό. Η φύση κάνει τη δουλειά της πάντα με τον ίδιο τρόπο, εγώ όμως δεν παραμένω ο ίδιος. Παρήλθαν οι σκληροτράχηλοι χρόνοι και οι σωτήριες τρεχάλες σ΄ αυτές τις περιπτώσεις. Τώρα, που πήρα το αυστηρό μήνυμα θα κυκλοφορώ, με το παραμικρό συννεφάκι, με την ομπρέλα μου.