Η (7η) ενότητα του Συνεδρίου AGROWN είχε να κάνει με την Κτηνοτροφία και Αγροδιατροφική Επάρκεια με πρώτο ομιλητή τον Κωνσταντίνο Μήλιο προϊστάμενο της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας ο οποίος τόνισε ότι δεν υπάρχει αγροδιατροφική επάρκεια στην Ελλάδα, για παράδειγμα στα χοιρινά μόνο το 30% είναι ελληνικής παραγωγής με μόνους κλάδους που έχουν να είναι τα πουλερικά και το αιγοπρόβειο κρέας. Σε ό, τι αφορά τα γαλακτοκομικά προϊόντα και ειδικά την φέτα, υπάρχει μια σχετική ισορροπία με μεγάλες εξαγωγές αλλά και εισαγωγές οι οποίες επηρεάζονται πολύ από το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και το γεγονός ότι σε μια ανοιχτή οικονομία δε μπορούν να μπουν περιορισμοί. Άρα η επιστημονική υποστήριξη, οι μεγάλες μονάδες και οι ταχύτητα διαδικασιών στο εξωτερικό φέρνει σε μειονεκτική θέση τις ελληνικές εταιρείες. Την ίδια ώρα, όπως εξήγησε, και στην Ελλάδα η τιμή τείνει να έχει μεγαλύτερη σημασία από την ποιότητα. Ως μόνη λύση προέκρινε τις συνέργειες και την χρήση προγραμμάτων για συνένωση κλήρου και εκπαίδευση κτηνοτρόφων παράλληλα με την είσοδο νέων ανθρώπων στον κλάδο της κτηνοτροφίας. «Χρειαζόμαστε στέρεες επιστημονικές βάσεις και σήματα ποιότητας μαζί με επιμονή σε παραδοσιακές φυλές, ενώ η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας έχει ισχυρή και ποιοτική παραγωγή στα αιγοπρόβατα, δεύτερη μετά την περιοχή του Ρεθύμνου της Κρήτης, με τάση εξαγωγών σφαγείων αμνών προς την Ε.Ε., χωρίς όμως ισχυρή μεταποίηση», εξήγησε τονίζοντας ότι ο στόχος της ΠΔΕ να στηρίξει όσο το δυνατόν περισσότερο στο μέλλον.

Τον λόγο πήρε στην συνέχεια ο Θωμάς Μόσχος, Τεχνικός Σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας επισημαίνοντας ότι ήδη υπάρχει ένα σημαντικό πρόβλημα με την σήμανση καθώς αυτή δεν είναι εμφανής και κατανοητή από το ελληνικό κοινό όταν αφορά σε προϊόν τοπικής παραγωγής. Υπάρχει, παράλληλα, έλλειμμα και στην απασχόληση αλλά και στην ίδια την αποδοτικότητα της πρωτογενούς παραγωγής, όπως εξήγησε, καθώς δίνονται επιδοτήσεις στην Ελλάδα για να έρχονται παραγωγοί από το εξωτερικό και να παχαίνουν τα ζώα τους εδώ, πουλώντας τα στην συνέχεια και μην προσφέροντας σχεδόν τίποτε στην ελληνική οικονομία. Σε γενικές γραμμές περιέγραψε μια αγροτική πολιτική που δεν εφαρμόζεται, όπως είπε, για τους αγρότες αλλά για ομάδες συμφερόντων που δεν έχουν σχέση με την παραγωγή και τον αγροτικό κόσμο. «Δεν επιτρέπεται το στάγδην πότισμα καν, με απόφαση της Ε.Ε. και παρότι τα χωράφια στην Ελλάδα είναι σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές δεν υπάρχει τρόπος να βοηθιούνται οι παραγωγοί με τις ζημιές που προέρχονται από τις εδαφικές ιδιαιτερότητες. Δεν μπορούμε με τις υπάρχουσες συνθήκες να προσελκύσουμε νέους αγρότες και κτηνοτρόφους», κατέληξε ο κ. Μόσχος, συμπληρώνοντας στην δευτερολογία του ότι η ανασυγκρότηση θα πάρει χρόνο και ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος με την εφαρμοζόμενη πολιτική να είναι πολύ ακριβά στο μέλλον τα κρέατα, ειδικά το μοσχαρίσιο και το χοιρινό.

Τέλος, ο κ. Γεώργιος Χρήστου Γραμματέας της Νέας Ομοσπονδίας Χοιροτροφικών Συλλόγων Ελλάδας ανέφερε ότι η χοιροτροφία είναι από τους πιο δυναμικούς εξαγωγικούς κλάδους της Ελλάδας αλλά χρόνο με τον χρόνο η επάρκεια πέφτει και σε αυτό το κτηνοτροφικό προϊόν. Όπως εξήγησε, μετά τις μεγάλες μονάδες που δημιουργήθηκαν μετά από παρότρυνση της Πολιτείας για προώθηση του φθηνού κρέατος πριν από 4 δεκαετίες, η προσπάθεια δεν είχε συνέχεια καθώς φέρνουμε εισαγόμενο κρέας από την Ολλανδία για να φτιάξουμε γύρο και να τον πουλήσουμε στην συνέχεια στους Ολλανδούς τουρίστες, κάτι που σημαίνει ότι δεν υπάρχει αγροτική πολιτική στο διηνεκές. «Το κόστος είναι 12.000 ευρώ ανά χοιρομητέρα στην Ελλάδα κι αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό από το κοινό καθώς βοηθά στην απάντηση του ερωτήματος αν αξίζει κάποιος να επενδύσει σε αυτό τον κλάδο. Είμαστε ο μοναδικός κλάδος που δεν λαμβάνει επιδότηση από την Πολιτεία και απλά κατορθώσαμε να την πείσουμε για να μπούμε σε ένα πρόγραμμα ευζωίας αλλά έχουμε τρία χρόνια που αναμένουμε την απόφαση!», κατέληξε ο κ. Χρήστου διαπιστώνοντας ότι τελικά επαφίεται μόνο στον ίδιο τον χοιροτρόφο το αν θα αντέξει στον ανταγωνισμό, επισημαίνοντας την αύξηση κατανάλωσης παγκοσμίως και τα θέματα ποιότητας και ασφάλειας. «Παράγουμε, παρόλα τα παραπάνω ποιοτικό κρέας που πρέπει να αναδειχτεί», κατέληξε.