Λίγο ουρανό

246
eleni



Ο
Τάσος Λειβαδίτης
, γεννήθηκε το βράδυ της Ανάστασης, 20 Απριλίου
του 1922 στο Μεταξουργείο.



 



Ίσως για αυτό να
κουβαλούσε στην ποίηση του, λίγο από σταυρό και λίγο από ουρανό.



 



Με τη Μαρία Στούπα απέκτησε μια
κόρη. Για εκείνη θα γράψει το «Ερωτικό»
το οποίο είναι από τα λίγα ποιήματα που υπάρχουν ηχογραφημένα σε απαγγελία του
ίδιου του ποιητή
.



Σπούδασε στη Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα, η ποίηση.
Στα 1943, εν μέσω της Κατοχής, αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Νέων Ελλήνων
Λογοτεχνών.



Τον αποκάλεσαν «ποιητή του έρωτα και της επανάστασης».
Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών ανήκε σε ομάδα της ΕΠΟΝ που διοργάνωνε
εράνους και διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, χωρίς να λάβει μέρος ως μάχιμος.
Η δράση του αυτή είχε ως συνέπεια να συλληφθεί και να εξοριστεί. Αφέθηκε
ελεύθερος μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.



Το 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται
στον Μούδρο. Μεταφέρθηκε μετά από ένα χρόνο στην Μακρόνησο όπου ξεκίνησε την
συγγραφή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του
κόσμου
». Μεταφέρθηκε στον Αϊ Στράτη κι από εκεί στις φυλακές
Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Τελικά το δικαστήριο
(Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.



Στο ελληνικό κοινό ο
Τάσος Λειβαδίτης εμφανίσθηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού
Ελεύθερα Γράμματα με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη»
. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο
«Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης ως κριτικός ποίησης στην
εφημερίδα Αυγή.



Στο διάστημα της Χούντας των
Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει
λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης, με το ψευδώνυμο Pόκκος.



Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα
στις 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής
αορτής. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν
χειρόγραφα, ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου»
.



 



«Συλλογιέμαι τη μοναξιά



 



Συλλογιέμαι τη μοναξιά ενός
παιδιού που παίζει ολομόναχο σ’ έναν κήπο μες στην ερημιά του καλοκαιρινού
απομεσήμερου.
Ίσως οι πιο ωραίοι στίχοι ενός ποιητή ν’ άρχισαν εκεί.
Ω θλίψη
Έπρεπε να ξεφύγω, αλλιώς ήμουν χαμένος, αλλά ο άγνωστος του σταθμού με περίμενε
κιόλας στην άκρη του ταξιδιού μου. Ποιος άγνωστος; Ήμουν εγώ ο ίδιος νικημένος
κι άνοιγα τις πόρτες στα σταματημένα βαγόνια κι έβγαινα απ’ την άλλη μεριά του
ονείρου.
Ω θλίψη, σε μάθαμε από παιδιά, σχεδόν πριν γνωρίσουμε τον κόσμο.
Ευχαριστώ
Θεέ μου, γιατί δεν μπορώ να σε καταλάβω; Ίσως όμως αν σε καταλάβαινα να μην
μπορούσα να αντέξω το βάρος σου.
Θεέ μου, μ’ αυτήν την ευτελή πραγματικότητα γύρω μας κινδυνεύεις.
Πως να σε σώσω…
Απλοί στίχοι
Ένα σπίτι για να γεννηθείς
ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις
ένας στίχος για να κρυφτείς
ένας κόσμος για να πεθάνεις
Ποιητές
Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών
την ώρα που πέφτουν χτυπημένα.
Τερέζα
Εκείνο το βράδυ γύρισα ανήσυχος, «Τερέζα» φώναξα, τίποτα, έψαξα τα δωμάτια,
κατέβηκα στο υπόγειο «που είναι η Τερέζα;» ρώτησα, «πέθανε, είπε κάποιος – την
κηδέψαμε χθες», «ηλίθιοι, φώναξα, σας ξεγέλασε, δεν ξέρετε τι μεγάλη πουτάνα
ήταν » κανείς δε μίλησε «μα πως μπορεί ένας άγγελος να πεθάνει » είπα
κλαίγοντας.
Άνοιξα το παράθυρο και πράγματι εκεί στο βάθος τ’ ουρανού έλαμπε η Τερέζα σαν
άστρο». (Τάσος Λειβαδίτης, Αμελοποίητα).