ΟΙ ΚΑΛΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ: Καστανιώτικο αφήγημα

542
ΥΦΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΠΡΟΦΙΛ

Του Γιάννη Υφαντόπουλου, Φιλόλογου – Λυκειάρχη

Συνέχεια…

Οι Ελατιώτες, λοιπόν, δεν ήρθαν στην εκκλησιά του Άι Νικόλα τα Χριστούγεννα του 1954, γιατί πίστεψαν ότι οι Καλλικάντζαροι βάλθηκαν για τα καλά να μην αφήσουν πλάκα για πλάκα στις στέγες των σπιτιών τους.                 

Δεν είχε νυχτώσει για τα καλά, την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν τρεις – τέσσερις γίδες από το μαντρί του Αποστόλη του Κουβέλη, χτυπώντας με τα κέρατά τους, άνοιξαν την πόρτα και ήρθαν στην αυλή του σπιτιού.

Πρώτα – πρώτα, κάπως περίεργα, χτύπησαν και την πόρτα του σπιτιού χωρίς να δώσουν συνέχεια. Ύστερα ανέβηκαν πάνω στη στέγη, αφού η πρόσβαση σ’ αυτήν ήταν πολύ εύκολη από το μικρό πεζούλι που βρισκόταν στο πάνω μέρος του σπιτιού. Το ποδοβολητό τους, καθώς η μια κυνηγούσε την άλλη πάνω στις πλάκες της στέγης, έκανε τον Αποστόλη, τη γυναίκα του και τα μικρά παιδιά του να παγώσουν από το φόβο τους.

image 11

Σίγουρα οι Καλλικάντζαροι, όπως πίστεψε ο Αποστόλης, έκαναν αυτή φασαρία. Το πάντρεμα της φωτιάς με το ξύλο της αγριοκερασιάς, δε στάθηκε ικανό να διώξει τα Παγανά, που για δώδεκα μέρες, μέχρι του Σταυρού, στις 5 του Γενάρη, την παραμονή δηλαδή των Φώτων, εγκαταλείποντας το Κέντρο της γης και τα λιλλιπούτεια τσεκούρια τους, έρχονται στον Πάνω Κόσμο και δε σταματούν ούτε στιγμή να πειράζουν τους ανθρώπους. Από τις καμινάδες των σπιτιών μπαίνουν και, κατουρώντας, σβήνουν τις φωτιές ή βάζουν πάνω στο χοιρινό κρέας που ψήνει ο μυλωνάς στο νερόμυλό του τη δική τους σούβλα γεμάτη βατράχια.

Ο Αποστόλης τότε, ακούγοντας περίεργους χτύπους στη στέγη του σπιτιού του, βιαστικά – βιαστικά ξεκρέμασε από το τζάκι του το μικρό νεροκολόκυθο, όπου φύλαγε το μαύρο μπαρούτι, και πέταξε στα αναμμένα κάρβουνα λίγο, για να ξαφνιάσει τους Καλλικάντζαρους που είχαν βαλθεί τη νύχτα εκείνη, τη χριστουγεννιάτικη, να μην αφήσουν ούτε μια πλάκα γερή στη στέγη του φτωχικού σπιτιού του. Ύστερα πέταξε στη φωτιά δυο – τρία μισολιωμένα γουρουνοτσάρουχα, που διώχνουν τα αερικά, και άρχισε να λέει το «Πιστεύω», το «Πάτερ ημών» και άλλα τροπάρια.

Κατέβασε από το εικόνισμα την Αγία Επιστολή και άρχισε να τη διαβάζει, πιστεύοντας ότι έτσι θα έδιωχνε τους Καλλικαντζάρου

Οι γίδες, αφού για αρκετή ώρα χόρεψαν για τα καλά πάνω στη στέγη του Αποστόλη κατέβηκαν από κάτω στο σπίτι του Σταύρου και της Μαρίας και άρχισαν την ίδια τακτική. Η Μαρία, που ήταν τότε λεχώνα ασαράντιστη, πίστεψε πως το σφαγμένο την παραμονή των Χριστουγέννων γουρούνι της βρυκολάκιασε, γιατί ο άντρας της, ο Σταύρος, δεν έκαψε θυμιάμα και μαύρο μπαρούτι κάτω από το κεφάλι του σφαγμένου ζώου, όπως το είχαν κρεμασμένο από ένα μαδέρι του ανταβάνιαστου σπιτιού τους, για να παγώσει.

-Μην κλαις, Μαρία, έλεγε, παρηγορώντας ο Σταύρος Κουβέλης τη λεχώνα γυναίκα του. Καλλικαντζούρια είναι. Θα πω το «Πιστεύω» τρεις φορές και θα φύγουν.

Κατόπιν, ήρθε η σειρά να χορέψουν οι βλογημένες οι γίδες στο σπίτι του μπάρμπα – Δημήτρη του Ζηνέλη, που ήταν συνεχόμενο με το σπίτι του Σταύρου. Ο μπάρμπα Δημήτρης, Ζηνέλης, Ζηνελοδημήτρη τον λέγαμε, είχε υπηρετήσει στους Βαλκανικούς πολέμους. Ήταν υπαξιωματικός τριών ανδρών και του εαυτού του τέσσερις. Πέρασε τη ζωή του δουλεύοντας σκληρά. Ήταν άριστος παραμινιέρης και χτίστης. Μόλις άκουσε τις γίδες του Αποστόλη να χοροπηδούν στη στέγη του δικού του σπιτιού, άρχισε τους εξορκισμούς για να φύγουν οι Καλλικάντζαροι. Μάταια όμως έλεγε – από τρεις φορές το καθένα – πολλά τροπάρια των μεγάλων αγίων και μαρτύρων. Είπε το απολυτίκιο του Αϊ-Νικόλα, του Αϊ-Δημήτρη, του Αϊ-Γιώργη και των Χριστουγέννων. Είπε ακόμη και το τροπάριο της Παναγίας της Προυσιώτισσας «…δεινούς τε απελαύνεις δαίμονας…».

image 12

                                        Ο Έλατος. (Φωτογραφία: Ζαχ. Ζηνέλη)

 Έτσι πέρασε η νύχτα των Χριστουγέννων του 1954 με όλο το χωριό (μικρούς και μεγάλους) συγκεντρωμένο στην εκκλησία του Αϊ-Νικόλα εκτός βέβαια από τους Ελατιώτες που έκαιγαν γουρουνοτσάρουχα, διάβαζαν εξορκισμούς και πετούσαν στη φωτιά μαύρο μπαρούτι, Κανένας από αυτούς δεν έφυγε από το σπίτι του εκείνη τη βραδιά. Μάταια χτύπησαν και ξαναχτύπησαν οι καμπάνες, μεταφέροντας στις χιονισμένες λαγκαδιές και τα ισιώματα το χαρμόσυνο μήνυμα της Γέννησης «του Υιού και Λόγου του Θεού» Οι Ελατιώτες κλειδομανταλώθηκαν στα σπίτια τους. γιατί φοβήθηκαν τους Καλλικαντζάρους.

Μόνο η θεία-Λάμπρω, η γυναίκα του μπάρμπα-Δημήτρη Ζηνέλη, επειδή την πήρε βαρύς ύπνος, δεν κατάλαβε τίποτα. Όταν ξύπνησε, μια ώρα μέρα, βρήκε τις γίδες του Αποστόλη να περιφέρονται μέσα στο χιόνι. Τις μάζεψε και τις έκλεισε στο μαντρί τους. Γυρίζοντας στο σπίτι της, βρήκε το Σταύρο, τον αδελφό της από άλλη μάνα, να έχει φορτωθεί το γουρούνι, για να το πετάξει στο ρέμα, γιατί, όπως πίστευε η γυναίκα του, η Μαρία, ήταν βρυκολακιασμένο. Κατόρθωσε, όμως, και τον έπεισε να μην το πετάξει, λέγοντάς του τι είχε συμβεί όλη τη νύχτα, αφού οι στέγες των σπιτιών, όπως έδειχνε το πατημένο από τις γίδες χιόνι, ήταν το πιο αδιάψευστο πειστήριο για τα λόγια της.

Τελικά το γουρούνι το έφαγαν με μεγάλη δυσπιστία, αλλά η Μαρία η Κουβέλη, η Σαμαρομάρω, πήρε όρκο ότι «δε θα ξαναγούρλιζε γουρούνι στην πόρτα της». Τον όρκο όμως, αυτό δεν τον τήρησε ποτέ, γιατί και τις επόμενες χρονιές έθρεψε γουρούνι, όπως απαιτούσε το Χριστουγεννιάτικο έθιμο.

Όσο για τους Καλλικαντζάρους συνέχιζαν πάντοτε, όπως πιστεύουμε, τα πειράγματα και τις φάρσες τους, και το πρωί της παραμονής των Φώτων, με οδηγό τους το Βαβουντζικάριο τον αρχηγό τους, γύριζαν στα έγκατα της γης, για να συνεχίσουν  να κόβουν το δέντρο που την κρατά, χωρίς ποτέ να έχει το έργο τους τελειωμό. Το μόνο που τους φόβιζε ήταν ο μαύρος κόκκορας που λαλώντας – έφερνε το μήνυμα του μικρού αγιασμού των υδάτων και τον ερχομό «του ζουρλόπαπα», όπως αποκαλούσαν οι καλλικάντζαροι (στη γλώσσα τους) κάθε Ορθόδοξο ιερέα που ερχόταν και έρχεται στα σπίτια μας να μας αγιάσει.

(Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο ευρείας κυκλοφορίας περιοδικό «ΚΥΝΗΓΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΗ», τεύχος 50, τον Ιανουάριο του 1999. Αναδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Ο ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ Φ. 91 ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ 2001).