Πατατοφαγία

1869
chouliaras

Η πατάτα άργησε να εισβάλει στο ευρυτανικό νοικοκυριό, όμως όταν ήρθε κατέκτησε ολοκληρωτικά τον Ευρυτάνα ψυχή τε και σώματι από τη νηπιακή του ηλικία ως τα βαθιά γεράματα, που ως φαφούτης του πρόβαλλε στη βρώση της μηδενική σχεδόν αντίσταση. Όπως έλεγαν, στο Κρίκελλο -τη γενέτειρά μου- οι άνθρωποι αρέσκονταν στην αθυροστομία, στη διπλανή Δομνίστα επιδίδονταν στο εμπόριο και στους όμορους Στάβλους καλλιεργούσαν πατάτες. Όμως και οι Κρικελλιώτες δεν υστερούσαν στην πατατοκαλλιέργεια. Το χωριό είχε πολλά βαρκά δηλαδή ιδιότυπους βαλτότοπους με βούρλα και μπακακάκια, χωρίς όμως στάσιμα νερά, λόγω του επικλινούς εδάφους. Μεταπολεμικά πολλοί εργατικοί χωριανοί τα αποστράγγιζαν και έτσι όχι μόνο χόρταιναν πατάτες σαν τους Σταβλιώτες, αλλά τις εμπορεύονταν κιόλας σαν νάναι Δομνιστιάνοι.

Εμείς της μεταπολεμικής γενιάς από βρέφη τις τρώγαμε σαν πατάτες, στο Δημοτικό ως γεώμηλα και στο Γυμνάσιο μας τις σέρβιραν μαζί την δηλητηριώδη αρχαιοπληξία τους ως στρύχνους τους κονδυλόριζους, όμως στην ψυχή και στο στομάχι μας ενεγράφη ως η ωραία πατάτα των αγρών και των κήπων μας.

image 10

Η πατάτα εισήλθε και εγκαταστάθηκε στη χώρα μας μετά την απελευθέρωση. Οι κάτοικοι στην αρχή αντιμετώπισαν την τζάμπα διανομή της εχθρικά, όταν όμως ο Καποδίστριας την περιφρούρησε με στρατιώτες δεν έμεινε καμία. Ο φιλοπρόοδος λαός μας τις έκλεψε εν μιά νυκτί. Σε λίγα χρόνια θριάμβευσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποκαθηλώσει την πανεθνική μας γαστρονομική βασίλισσα, τη φασουλάδα. Το ίδιο κυριαρχούσε γαστρονομικά και στους φτωχούς Ολλανδούς, όπως το αποτύπωσε ο Βαν Γκογκ στο πίνακά του: «Οι πατατοφάγοι» και όπως έγραψε στον αδερφό του: «Προσπάθησα ευσυνείδητα ν’ αποδώσω και γω την εντύπωση, πως αυτοί οι άνθρωποι, που κάτω από τη λάμπα, τρώνε τις πατάτες τους με τα χέρια, που τα χώνουν μέσα στο πιάτο, δούλεψαν μ’ αυτά και τη γη και πως ο πίνακάς μου εξυμνεί τη χειρωνακτική δουλειά και την τροφή που κέρδισαν οι ίδιοι τόσο τίμια. Θέλησα να κάνω τον θεατή να σκέφτεται έναν τρόπο ζωής ολότελα διαφορετικό απ’ αυτόν που ξέρουμε εμείς οι πολιτισμένοι. Γι’ αυτό λοιπόν δεν επιθυμώ καθόλου να τον βρει όλος ο κόσμος ωραίο ή καλό».

Η πατάτα κυριαρχεί στο εδεσματολόγιό μας ως βραστή ή ψητή πατατοσαλάτα, ως γιαχνί και στο φούρνο ως συνοδευτικό ή όχι των κρεάτων. Εσχάτως, που το λάδι ρέει άφθονο στα τηγάνια μας, εδοξάσθη και εμεγαλύνθη ως τηγανιτή, όμως αυτό ήταν και το Βατερλώ της. Σήμερα τελεί υπό διωγμόν σε όλα τα διαιτητικά μενού είτε για λόγους υγείας είτε για λόγους αισθητικούς. Κρατά όμως τη θέση της ως ψητή στα κάρβουνα. Ένα μειονέκτημα της πατάτας ήταν οι μειωμένες της αντοχές ως αποθηκευμένη στα πατάρια του κελαριού μας. Όταν την παίρναμε από την αγκαλιά της μάννας της -γης- ήταν ζουμερή σφιχτή και με ζωντανή σάρκα. Μετά όμως από μια τρίμηνη παραμονή και αναμονή στο ράφι του κελαριού μας, το κορμί της χαλάρωνε η πέτσα της ρυτίδιαζε και πετούσε κάτι μεγάλα φύτρα απελπισίας μιας ατελέσφορης διαιώνισης του είδους, που επιδείνωναν την κατάσταση.