Το αβγό ένα πρόχειρο γκουρμέ

710
xouliaras

Τα αβγά μεγαλύνονται στη φύση ως μέσο διαιώνισης του είδους και στην ευρυτανική κουζίνα ως το πιο πρόχειρο γκουρμέ φαγητό. Αν ερχόταν απρόοπτα κάποιος ξένος τα αυγά τηγανητά με βούτυρο, «ξεντρόπιαζαν» τη νοικοκυρά. Όλοι είχαν στο νοικοκυριό τους ένα κοτέτσι, που κακάριζαν γύρω στις 25 κότες, όμως λίγοι γεύονταν εν περισσεία και κατά βούλησιν τ΄ αβγά τους, γιατί προτιμούσαν να τα πουλάνε. Το αυγό ήταν το σκληρό νόμισμα των ολιγοχρήματων και εν πολλοίς αχρήματων ευρυτανικών νοικοκυριών. Νομισματοκοπείο ήταν ο κώλος της κότας, ο οποίος συχνά δέχονταν το ατιμωτικό κωλοδάχτυλο από τη νοικοκυρά, για να δει αν έχουν αυγό. Παρά του ότι εκ πρώτης όψεως το νόμισμα φαίνεται απαραχάρακτο, σε μια ιστορία του αποδεικνύει το αντίθετο.

Μια φορά ένας πιτσιρικάς δεν είχε μολύβι για το σχολείο και ζήτησε από τη μάννα του μια δραχμή να πάει ν΄ αγοράσει. Αυτή δεν είχε χρήματα και του είπε να πάρει ένα αυγό από τη φωλιά. Ο μικρός το πήρε και πήγε και τόδωσε στο μπακάλη. Αυτός το κούνησε μπροστά στ΄ αυτί του και τ΄ αυγό «κλοπάκαγε» και του λέει: «Το αυγό είναι κλούβιο, να πας να φέρεις άλλο», όμως που να το βρει, αφού ένα είχε η φωλιά, κι αυτό ήταν ο φώλος, όπως φαίνεται. Έτσι πάει σπίτι, το βράζει, το κρυώνει και αφού πλέον δεν κλοπάκαγε το ξαναπήγε στο μπακάλη κι έκανε τη δουλειά του.

Μια άλλη φορά όταν στο χωριό εμφανίστηκε περιπλανώμενος τενεκτζής, πλάκωσε η μαρίδα του χωριού και όλοι του έλεγαν το ίδιο πράγμα: «μπάρμπα να μου φτιάξεις μια σφυρίχτρα». Ο καλοκάγαθος τενεκτζής φραστικά δε χάλαγε χατίρια, σ΄ όλους έλεγε ναι. Πάει ένας μικρός και του λέει «μπάρμπα πάρε ένα αυγό και να μου φτιάξεις μια σφυρίχτρα» κι ο τενεκτζής του λέει: «μπράβο παιδί μου μόνο εσύ θα σφυρίξεις!»

Οι βασικές διατροφικές μεταποιήσεις των αβγών ήταν τριών ειδών: βραστά και ενίοτε ψητά, τηγανητά και ως ευγενές υλικό της πιτοποιίας.

Ως ψητά στη θράκα τρώγονταν, εκτός από τις καθημερινές, τελετουργικά τις αποκρές. Έβαζαν στη θράκα τα αυγά ονοματισμένα και όταν ψήνονταν ποιανού το αυγό ίδρωνε σήμαινε ότι θα ήταν γερός και δυνατός όλο το χρόνο.

Ως βραστά, αν δεν τρώγονταν επί τόπου, ήταν εκλεκτή τροφή του τρουβά στις εκτός σπιτιού ενασχολήσεις τους.

Επίσης τα βραστά αβγά ήταν πολύ δυναμωτική τροφή για τα παιδιά, τα οποία ποτέ δεν έλεγαν όχι και οι γονείς πάντα τα τσιγκουνεύονταν.

Στα ημιορεινά αγραφοχώρια της Καρδίτσας ζούσε ο μικρός Μήτσος. Η μάνα του τα πρωινά τον καλούσε λέγοντας:

– Μήτσ΄ τι αβγό σ΄! και ο Μήτσος της απαντούσε:

– Α! μάνα όλο τι αβγό σ΄ μη λιές κι όλο τσι ελιές μη δίν΄ς.

Επίσης ευκαιριακά και στην ανάγκη, μπορούσε να φαγωθούν και ωμά. Τα τελευταία ήταν αδυναμία του σκύλου μου του Μπέη και είχε εξελιχτεί σε μέγιστο κοτετσοπειρατή του χωριού, ώσπου σ΄ ένα κοτέτσι μαρτύρησε και τελεύτησε μ΄ ένα παλούκι, ως κοινός κακούργος! Ως τηγανητά τα αβγά, ήταν εκλεκτή γευστική πρόκληση, η οποία αποθεωνόταν αν γίνονταν με φρέσκο βούτυρο και λιπαρό πρόβειο τυρί στο τηγάνι και αν συνοδεύονταν από πατάτες ήταν επιπλέον και χορταστικά. Αυτό ως καθημερινό φαγητό άνδρωσε την εφηβεία μας στα γυμνασιακά μας χρόνια στο Καρπενήσι και μας κληρονόμησε για τα γεράματα υψηλά επίπεδα χοληστερίνης. Το σιδεροτήγανο ήταν οψοποιητικό εργαλείο και ταυτόχρονα σκεύος κατανάλωσης και στο τέλος, μ΄ ένα κομμάτι ψωμί, γινόταν λαμπίκος για τη επόμενη χρήση. Κάθε φθινόπωρο το παίρναμε πλυμένο από το σπίτι και ξαναπλενόταν με την επιστροφή του τον Ιούνιο.