
Μπίζνα
Σε μια χώρα όπου η αδιαφάνεια βαφτίζεται διαδικασία, οι αναθέσεις δημόσιων έργων και εκδηλώσεων έχουν εξελιχθεί σε τέχνη. Όχι την τέχνη της διαχείρισης ή της αποδοτικότητας, αλλά αυτή της τεχνητής διόγκωσης, του βολέματος, του κόστους που ανεβαίνει κάθε φορά που πέφτει μια υπογραφή.
Δρόμοι λίγων χιλιομέτρων «σπάνε» σε τμήματα. Όχι επειδή έτσι εξυπηρετείται καλύτερα ο προγραμματισμός, αλλά γιατί κάθε κομμάτι είναι και μια ευκαιρία για «χειραψίες». Πολιτιστικές εκδηλώσεις με τιμές που θα ζήλευε και η Επίδαυρος στήνονται σε χωριά των 300 κατοίκων, με «καλλιτεχνικά σχήματα» και τεχνικές υποστηρίξεις που μοιάζουν να διανύουν χιλιάδες χιλιόμετρα, να στήνουν σκηνές στην έρημο και να φέρνουν φως εκεί που δεν υπάρχει ρεύμα.
Κάθε ανάθεση κρύβει και μια επιβράβευση. Όχι για τον πολίτη, αλλά για εκείνον τον «αφανή εργάτη» της πολιτικής που κουράζεται να… ασχολείται με τα κοινά. Αυτός που θεωρεί τη θέση του ανταποδοτική – όχι με τη θεσμική έννοια, αλλά με την πολύ πιο προσωπική και υλική εκδοχή της. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι το ενδιαφέρον για τα κοινά αναζωπυρώνεται πάντα όταν υπάρχει προϋπολογισμός, επιχορήγηση ή κάποιο «πρόγραμμα».
Τα ποσά μοιάζουν εξωπραγματικά. Για ηχητικά, για αφίσες, για πίτες και πανηγύρια, για πεζοδρόμια που ξηλώνονται και ξαναστρώνονται. Κι ο πολίτης, είτε αγανακτεί είτε απλώς σηκώνει τους ώμους, νιώθοντας πως όλα είναι προαποφασισμένα. Γιατί όντως είναι. Όχι πάντα στις αίθουσες των συμβουλίων, αλλά πιο πριν – εκεί που μετράνε οι ισορροπίες, οι υποσχέσεις και τα ποσοστά.
Κι όσο αυτοί που μοιράζουν τις πίτες των αναθέσεων συνεχίζουν να πιστεύουν πως «αυτό είναι το καθήκον τους», τόσο θα βλέπουμε έργα με φουσκωμένες τιμές και «πολιτισμό» με τιμές κοντσέρτου. Γιατί στη χώρα μας, δεν μετράει το αποτέλεσμα. Μετράει να γίνει «το έργο» – και να πάρει ο καθένας αυτό που του αναλογεί.
Αλλά δεν φτάνει μόνο που οι αναθέσεις έγιναν συνήθεια. Το χειρότερο είναι ότι οι αιρετοί – οι υπηρέτες του κοινού καλού – χρησιμοποιούν έργα και θεάματα ως πλατφόρμα προσωπικής προβολής. Με δημόσιο χρήμα χτίζουν πολιτική καριέρα. Σε δημόσιους χώρους φτιάχνουν ιδιωτικά αφηγήματα. Δεν τους νοιάζει η ουσία του έργου – αλλά η ταμπέλα με το όνομά τους. Πίσω από κάθε χορηγία δεν βρίσκεται το ενδιαφέρον για τον πολιτισμό, αλλά το ενδιαφέρον για την κάλπη. Για τα «μπράβο», τις χειραψίες, τα likes και τις υποσχέσεις.
Η αυτοδιοίκηση έχει καταντήσει παιχνίδι επιβίωσης. Κερδίζει όχι όποιος έχει όραμα, αλλά όποιος λέει σε όλους «ναι». Ναι στον εργολάβο, ναι στον σύλλογο, ναι στον τοπικό παράγοντα, ναι στον κομματάρχη. Το “καλό παιδί” που δεν δυσαρεστεί κανέναν, είναι αυτό που διασφαλίζει την καρέκλα. Αυτή είναι η καλύτερη μπίζνα.
































