‘…χίλιες σημαίες κόκκινες μαύρες
Ο Φρεδερίκο η Κατρίν και η Σιμόν…
ΜΑΝΟΣ  ΛΟΙΖΟΣ’

                                                   Γιώργος Σιούντας

«Ποιήμα του Μάνου Χατζιδάκι για το γαλλικό Μάη του ’68»
«Οι Γάλλοι νέοι/ Που επαναστατούν/ Στους δρόμους/Στα δημόσια πάρκα / Και στις ιστορικές πλατείες/ Δεν κάμουν Ιστορία./ Τραγουδούν/ Καθώς παληά οι Προχριστιανοί/ Τη γέννηση ενός κόσμου που θα ‘ρθει/ Για να ξεπλύνει τούτη τη γη/ Από χιλιάδων χρόνων/ Σκόνη/ Μίσος/ Και Μωρία. / Οι Γάλλοι νέοι/ Δεν επαναστατούν/ Εγκαινιάζουνε απλώς/ Μιαν εντελώς/ Καινούργια/
Ιστορία».

«B’ προβολής»,Κική Δημουλά
Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου./ Ένα δάσος εκφωνεί τον πανηγυρικό/ κίνδυνο της πυκνότητας. Παπαρούνες/ Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου./ Τα φύλλα των δέντρων/ κανιβαλικά χοροπηδούν πάνω στον ήχο./ Ανακινείται δυνατά το σφραγισμένο χώμα/ πετάγεται με πάταγο ο φελλός του στεγνού/ πίδακες νωπότητας καταβρέχουν/ την ντροπαλή αρχή των αρωμάτων./ Χλόη δοκιμάζει τα φτερά της/ στους χαμηλούς του χαρακτήρα της ανέμους/ Παίζουν κρυφτό τα βόρειά μου/ με τα μικρότερά τους χαμομήλια/ και η ψυχή κυνηγητό με λάθη/ πάντα μεγαλύτερά της- η αιωνία/ άνοιξη του αταίριαστου./ Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου./ Και τι θα πει Μάιος σιγά σιγά/ Με την πάροδο των λέξεων/ και ποιος με έφερε εδώ σ’ αυτήν/την τόσο απομακρυσμένη ερώτηση/ απ’ το σώμα μου και τώρα πώς/ – θέλω τη μάνα μου θέλω τη μάνα μου/ να με κουμπώσει στην αρχή μου.[…]

Νίκος Γκάτσος
Παράξενη πρωτομαγιά/μ’ αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια/ηρθ’ ο καιρός του «έχε γεια»/ τι να την κάνεις πια την περηφάνια./ Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά/ σκοτάδι πέφτει και συννεφιά/
ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές/ σε κουρασμένες νεκρές ψυχές/ Παράξενη πρωτομαγιά/
ο ήλιος καίει το πέλαγο στη δύση/ μα της καρδιάς την πυρκαγιά/ πού θα βρεθεί ποτάμι να την σβήσει./ Πρωτομαγιά/ με το σουγιά/ χαράξαν το φεγγίτη/ και μια βραδιά/ σαν τα θεριά/
σε πήραν απ’ το σπίτι./ Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά/ είδα το μπόγια να περνά και το φονιά/ γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω/ μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό./ Νυν και αεί/ μες στη ζωή/ σε είχα αραξοβόλι/ μα μιαν αυγή/ στη μαύρη γη/ σε σώριασε το βόλι./ Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά/ είδα το μπόγια το ληστή και το φονιά/ του `χανε δέσει στο λαιμό του μια τριχιά/και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά.

Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα),Γιάννης Ρίτσος
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,/πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,/πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω/ καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,/ Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,/τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα/καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη/πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;/ Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω/ καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει/ κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει./Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω/ καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω. […]