Αποτελεί μια σχετική κατάρα να ‘χεις γεννηθείς Έλληνας.
Κι επίτρεψέ μου να προσθέσω: μια σχετική ευλογία.
Γιατί;
Γιατί δεν προλαβαίνεις ποτέ να πλήξεις.

    Το βιβλίο«ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ ΕΜΙΓΚΡΕΚ» του συγγραφέα ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ, είναι ένα ολόκληρος κόσμος που συναντιέται σε ένα παρισινό καφέ. Στέκι κυρίως αυτοεξόριστων, εμιγκρέδων. Ανθρώπων που έφυγαν από την Ελλάδα. Σχεδιάζουν τα όνειρα τους στο Παρίσι. Σ’ ένα μικρό καφενείο. Γεμάτο καπνούς και νοσταλγία για την πατρίδα και την ελευθερία.
   «Καθόμασταν, κατά το συνήθειο μας, εδώ, γύρω από δύο – τρία τραπέζια που τα ενώσαμε για να ‘μαστε παρέα, κι άλλος είχε παραγγείλει ένα σάντουιτς με ‘’πατέ’’,όχι γιατί είχε ιδιαίτερη προτίμηση στο ‘’πατέ’’, αλλά γιατί ήταν κατά τι φθηνότερο απ’ τη γραβιέρα ή το σαλάμι, άλλος ‘’ντεμί’’, κι η πλειοψηφία καφέ εσπρέσο, όταν κάποιος πρόσεξε τον ‘’τύπο’’ με τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά του χαφιέ: ψιλό μουστάκι, φρύδι σηκωτό, μύτη, έκανε πως διαβάζει μια ξένη εφημερίδα, χωρίς, για μισή ώρα, να γυρίσει σελίδα. Το πρόβλημα ήταν πως να τον ξεμπροστιάσουμε. Ο Παύλος είπε κάτι για τα όπλα που θα ‘στελνε κάτω. Ο Σύλλας του μίλησε στα ίσια, προσβλητικά. Ο ‘’τύπος’’ δεν αντέδρασε. Τότε ένας ηλικιωμένος αγωνιστής: ‘’Τα παπούτσια αυτά -είπε και τα ‘δειξε , ένα ζευγάρι δετά μοκασίνια – τ’ αγόρασα από το μαγαζί ‘’Αντρέ’’ μόνο είκοσι φράγκα’’. Κι ως εκ του θαύματος, μαζί μας, καθώς σκύψαμε να τα εξετάσουμε από κοντά, έσκυψε και ο ‘’τύπος’’. Από κει και πέρα, το μαρτύριο του δεν είχε τέλος. Ο Ντίνος είπε: ‘’Γαμώ τη μάνα σου’’. Ο Άλκης: ‘’Πινέζες στον καφέ θα πίνουν οι χαφιέδες’’. Ένας γερμανομαθής: ‘’Τομάρι πουλημένο, που βασανίζουνε τον αδελφό μου στην Ασφάλεια’’. Άρον – άρον ο ‘’τύπος’’ σηκώθηκε, πλήρωσε και κάνοντας τον αδιάφορο προχώρησε προς την πόρτα. Οι δικοί μας τον πήραν από πίσω. Στη γωνία, καθώς έστριβε, του ρίξανε μερικές σφαλιάρες. Ο ‘’τύπος’’ πάτησε τα κλάματα. Δεν το ‘κανε, είπε, γιατί ήταν μ’ αυτούς, αλλά γιατί κέρδισε κάτι έξτρα. Συμπέρασμα: οι χαφιέδες, τόσο μες στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, πληρώνονται μισθό πείνας. ‘’Τσίμπησε’’ στη φτήνια των παπουτσιών».    Στο «ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ ΕΜΙΓΚΡΕΚ» -με υπότιτλο Ο Αγιος Κλαύδιος (γαλλιστί Saint – Claude) – Εμιγκρέκ, σε παράφραση, στέκι των εμιγκρέδων- ο συγγραφέας μας προσφέρει πλούσιους διαλόγους, γεμάτους από σχέδια, όνειρα, έριδες, ανυπομονησία, νοσταλγία και μνήμες ανθρώπων που μαζευόντουσαν εκεί έχοντας τα μάτια στραμμένα στην ελευθερία της χώρας τους. Στην Ελλάδα. Ο ίδιος σημειώνει τον εξής υπότιτλο στο κείμενο:«Δώδεκα και μισή, ώρα Γκρήνουιτς, πως πέρασαν τα χρόνια!»