Γράφει η Μαίρη Μπαζιώνη: Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου;

1912

Για τους πολιτικούς, η πολιτική είναι βερμπαλισμοί ενώ για τους ανθρώπους της εργατικής τάξης, η πολιτική είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Τα νομοσχέδια που υπερψηφίζονται καθημερινά είναι απλώς πολιτικές θεωρίες για τους πρώτους, ενώ για τους δεύτερους είναι ένα ακόμη χτύπημα στην πλάτη και μια συνειδητοποίηση πως δεν πρόκειται να γίνει κάποια σημαντική αλλαγή προς όφελός τους.

Ο Λουί είναι ένα παιδί γεννημένο σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Γαλλίας από μία πολύ φτωχή οικογένεια με έναν πατέρα πλήρως απόντα. Αν το κείμενό του ήταν θεατρικό έργο, θα αναπαριστούσε έναν γιο κι έναν πατέρα να στέκονται ο ένας μπροστά στον άλλον. Ο γιος θα αφηγούνταν όποιες αναμνήσεις είχαν απομείνει στο μυαλό του από την – κατά τ’ άλλα ανύπαρκτη – πατρική φιγούρα κι ο πατέρας σιωπηλός θα άκουγε, δίχως να μπορεί να δώσει κάποια απάντηση. Διαβάζοντας την αφήγηση του Λουί, ένα ημερολόγιο απόρριψης ξετυλίγεται μπροστά μας, βαθιά ταξικό, με περιγραφές που φωτίζουν τα χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης: εμμονή στην αρρενωπότητα, σεξισμό, ρατσισμό, έλλειμμα συναισθημάτων, φτώχεια και βία. Ο πατέρας του Λουί ανήκει σε αυτούς, στους οποίους η πολιτική επιφυλάσσει έναν πρόωρο «θάνατο». Ένα φορτίο τον καταπλακώνει στο εργοστάσιο που δουλεύει, η μέση του τσακίζεται και η πλήξη, ως απόρροια της αδυναμίας να εργαστεί, καταλαμβάνει όλο τον χώρο της ζωής του.

Τα τραύματα στη μέση δεν προέκυψαν από μια ζωή που επέλεξε ο ίδιος, αλλά από μια ζωή που αναγκάστηκε να κάνει. Κατόπιν, πολλές πολιτικές φιγούρες ψήφισαν νομοσχέδια που του στέρησαν φάρμακα, μείωσαν σημαντικά επιδόματα, τον ανάγκασαν να εργαστεί παρά την αναπηρία του, παρά την ανικανότητά του να περπατήσει. Η ιστορία του πόνου του έχει συγκεκριμένα ονόματα: Σαρκοζί, Μακρόν, Σιράκ, Βαλς… Ο πρόωρος «θάνατος» προέκυψε από συγκεκριμένους δολοφόνους.

Ο ίδιος αναρωτιέται γιατί δεν αναφέρονται ποτέ τέτοια ονόματα, όταν μιλάμε για την ιστορία κάποιου… και καταλήγει: «Σε εκείνους που τα έχουν όλα, δεν έχω δει ποτέ οικογένεια να πηγαίνει στη θάλασσα, για να γιορτάσει μια πολιτική απόφαση, επειδή για εκείνους η πολιτική δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα. Το συνειδητοποίησα, όταν πήγα να ζήσω στο Παρίσι, μακριά από ‘σένα: οι κυρίαρχοι μπορούν να παραπονιούνται για μια αριστερή κυβέρνηση, μπορούν να παραπονιούνται για μια δεξιά κυβέρνηση, αλλά καμία κυβέρνηση δεν τους διαλύει ποτέ τα σωθικά, καμία κυβέρνηση δεν τους τσακίζει ποτέ τη μέση, καμία κυβέρνηση δεν τους κάνει ποτέ να πάνε στη θάλασσα. Η πολιτική δεν αλλάζει τη ζωή τους ή την αλλάζει ελάχιστα. Είναι παράξενο, εκείνοι ακριβώς ασκούν την πολιτική ενώ η πολιτική δεν έχει σχεδόν καμία επίδραση στη ζωή τους. Για τους κυρίαρχους η πολιτική είναι συνήθως “ζήτημα αισθητικής”: ένας τρόπος να σκέφτονται τον εαυτό τους, ένας τρόπος να βλέπουν τον κόσμο, να συγκροτούν το πρόσωπό τους. Για εμάς, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.»