To φθινόπωρο είχε και άλλη μια χάρη, μέσα στις πολλές άλλες. Είχε τη συγκομιδή του καλαμποκιού. Τα στάρια στον τόπο μας ήταν λιγοστά, η σίκαλη ήταν αφθονότερη αλλά δεν έφτανε, έτσι τα κενά συμπλήρωνε το καλαμπόκι, είτε ως επιχώρια σοδειά είτε ως εισαγόμενη. Από τα ξερικά καλαμπόκια έβγαινε το καλύτερο καλαμπόκι αλλά ήταν λιγοστό, τα ποτιστικά ήταν παραγωγικότερα. Στο μεσοπόλεμο τα κενά της επιτοπίου καλαμποκοπαραγωγής συμπλήρωνε το κέντρο διανομής καλαμποκιού στ΄ Αγά (δηλ. στη Σπερχειάδα)
Η μπομπότα έθρεψε και στήριξε γενιές και γενιές. Το καλαμποκάλευρο εκτός από ψωμί (ανεβατή μπομπότα ή λειψό χαμοκούκι) γινόταν νόστιμες παπανέτσες και ζυμαρόπιττες, καθώς και ωραίο κατσαμάκι και μαμαλίγκα.
Μετά τη συλλογή από το χωράφι τα κουρμούζια μαζεύονταν σωρό στο μαγερειό του σπιτιού, και όλοι περιμέναμε τα ξεφλουδίσια. Τούτη ήταν μια αλληλοβοηθητική εργασία της παλιάς κοινότητας και όλοι την περίμεναν ως παραγωγική αλλά κυρίως ως ψυχαγωγική εργασία.
Μαζεύονταν παρέες-παρέες και εν ολονυκτία με τσιπουροποσία, καλαμπούρια, τραγούδια όλη νύχτα ξεφλούδαγαν τα καλαμπόκια. Επίσης τα ξεφλουδίσια ήταν μια καλή ευκαιρία για την ζωπύρωση ή αναζωπύρωση αρκετών ερώτων.
Σε κάποιο τέτοιο νυχτέρι, εκεί περί τα μεσάνυχτα, αφού το βουνό των “μπούλτσιων” των καλαμποκιών είχε ψηλώσει αρκετά και αφού προηγήθηκαν μπόλικα κουτσοκέφαλα και άφθονη τσιπουροποσία, το πήρανε χλιβά-χλιβά με παλιά κλέφτικα και ληστρικά τραγούδια της τάβλας. Πιάσανε και το “Σήκωσ΄ απάνω Γιάννο μου”. Εκεί στη μέση του τραγουδιού βγαίνει ο Γιάννος ο γείτονας στη πορτοπούλα του σπιτιού του και λέει: “ρε παιδιά αφήστε με στο πόνο μου, αφού ξέρετε είμαι άρρωστος!”
Στο τέλος των ξεφλουδισιών τα καλύτερα καλαμπόκια γίνονταν αρμάθες και κρεμιόνταν στο ξεταβάνωτο μαγειρειό για ασφαλή αποθήκευση. Το μέγεθος αυτού του χρυσοκίτρινου ταβανιού προσδιόριζε και την χειμωνιάτικη πλησμονή μας και ευωχία. Τα υπόλοιπα ξηραίνονταν στον ήλιο και ακολουθούσε το στούμπισμα με το λιοράβι. Αποθηκεύονταν στα κασόνια και το χειμώνα ο νοικοκύρης με την άνεσή του τα πήγαινε στο μύλο.
Το καλαμπόκι στον τόπο μας δεν γνώρισε τη βιομηχανική επανάσταση. Δεν οργώθηκε το χωράφι του ποτέ με τρακτέρ. Δεν συγκομίστηκε ποτέ με μηχανή, δεν υπέστη επεξεργασία ποτέ με μηχανικά μέσα, δεν αλέστηκε σε ηλεκτρομηχανικό μύλο, δεν ψήθηκε σε ηλεκτρικό φούρνο και δεν καταναλώθηκε από ντελικάτους των αστικών περιοχών και τέλος η αγροτική επανάσταση και η βιομηχανία σπόρων εξαφάνισε τις παλιές παραδοσιακές ποικιλίες καλαμποκιού.
Κατά έναν περίεργο τρόπο ποικιλίες καλαμποκιού, ξερικών ή ποτιστκών που παλιά γέμιζαν στομάχια και στήριζαν θεμέλια οίκων άρχισαν σιγά –σιγά να μην ευδοκιμούν και οι αγρότες αναγκάζονταν να προμηθεύονται από την αγορά σπόρους υβριδικούς, που παρήγαγαν ένα περίεργο καλαμπόκι κι έτσι οι καλαμποκοφυτείες στο τόπο μας βαθμιαία εξαφανίστηκαν.
΄Εμειναν κάποιες σποραδικές καλλιέργειες ώσπου ενέσκηψαν -πριν κάποια χρόνια- λεφούσια κοράκων. Στη φάση της σποράς ξέχωναν κι έτρωγαν τους σπόρους κι όσα γλίτωναν και φύτρωναν τα έτρωγαν πριν δέσει ο καρπός, όπως εμείς τα ψητά καλαμπόκια. Οι οικολογούντες γεωργοί βρήκαν δηλητήρια, που τα έβαζαν ή στο σπόρο ή στα καλαμπόκια κι έτσι έχουμε χρόνια ν΄ ακούσουμε “κρα!”, αλλά και να δούμε χωράφι σπαρμένο με καλαμπόκια.