Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός

theofanhspap@outlook.com                                    

Ευλογημένη είναι η εποχή η οποία εμπλέκει ολόκληρο τον κόσμο σε μια συνωμοσία αγάπης.
Hamilton Wright Mabie

ΠΑΧΟΥΛΕΣ ΚΑΙ ΑΘΟΡΥΒΕ ΚΑΛΥΠΤΑΝ ΤΗ  ΓΗ οι άγγελο-κεντημένες νιφάδες τ’ ουρανού το βράδυ της Πρωτοχρονιάς του χίλια εννιακόσια εξήντα δύο. Τρεις θυγατέρες κι ένας γιός -μικρότερος απ’ όλες- παραμονή Πρωτοχρονιάς καρτερούσαν ν’ αλλάξει ο Χρόνος, ένας νέος χρόνος που είχε βάλει πλώρη να στριμωχτεί στις περασμένες δεκαετίες και τους αιώνες.

[…]

Η νύχτα άνθισε και ο κλήρος έπεσε στον Βίκτωρ, για να κατέβει στο κελάρι και να γεμίσει -για τρίτη φορά- το κανάτι ως απάνω. Δεν το έλεγες κι ακριβώς κλήρο… μα ήταν ο μικρότερος και οι τρεις κόρες Δανάη, Ζηνοβία και Κορνηλία είχαν βρει το κόλπο ώστε να τον πείθουνε να πηγαίνει χωρίς ξεσπαθώματα και καβγάδες.

Η σκάλα ήταν διάφανη πια… την είχε ντύσει το αγιάζι με κρύσταλλα. Ο Βίκτωρ φοβόταν όμως το έρεβος. Το πηχτό σκοτάδι έσβηνε φωνές, είδωλα, βήματα, όνειρα και ανάσες. Μα πριν προλάβει να σηκωθεί από το τραπέζι η Καλλιόπη -μητέρα της φαμελιάς- του πήρε το κανάτι μέσα από τα χέρια και κίνησε να κατέβει η ίδια.

Ξάφνου, στη μέση του βραχόκηπου  αντίκρισε τρεις σκιές που χορεύουν αλλοπρόσαλλα. Σαν μικροί δαίμονες. Με αυτιά μυτερά και λιγνά σώματα. Γούρλωσε τα στιλπνά μάτια της και εστίασε με προσοχή! Νέκρα… Μόνο η κερασιά έστεκε γυμνή και κρυωμένη. Τεχνάσματα της φαντασίας που έπαιζε ο φόβος συλλογίστηκε και κατηφόρισε προς το κελάρι. Μια υγρασία την αγκάλιασε καθώς κατέβηκε ακόμη δύο σκαλιά. Επάνω στο βαγένι τρεμόπαιζε μια σκιά που όλο και μεγάλωνε… Μια σκιά που γέννησε άλλες δυο ακόμη.

Τα μάτια της παρακολουθούσαν τις τρεις σκιές. Τόσο μαγεύτηκε από τις σκοτεινές σιλουέτες που λησμόνησε την κάνουλα ανοιχτή. Ο οίνος ξεκινούσε ένα ταξίδι δίχως επιστροφή αλλά και προορισμό. Η Καλλιόπη βούλιαζε σε μια σιωπή εκκωφαντική. Κοιτώντας τις σκιές συλλογίστηκε πως θα ‘ναι οι κόρες της. Ξαφνικά το λαδί κασκόλ άρχισε να τυλίγεται σα φίδι γύρω από το λαιμό της, ώσπου σωριάστηκε. Το κρασί πλέον μούλιαζε το άψυχο σώμα της.

Οι τρεις κόρες ανέβαιναν την σκάλα και με δάκρυα στα μάτια μοιρολογούσαν την μητέρα τους, σαν αρχαίος χορός.

Ο Ισίδωρος σαν ελατήριο σηκώθηκε από το τραπέζι και κατέβηκε στο κελάρι. Οι φωνές του ακούστηκαν σε όλο το μαχαλά. Έπαιρναν μπόι και γινόντουσαν δαίμονες. Δαίμονες που θα αφάνιζαν δέντρα, στολίδια και χριστόψωμα. Θα συγκρούονταν με μάγους και βοσκούς. Άλλαζε  ο χρόνος και ο κόσμος τόσο απρόσμενα  στις ζωές των ανθρώπων, εκείνη την Πρωτοχρονιά!

Στο νοσοκομείο ο ιατροδικαστής μίλησε για στραγγαλισμό, όμως δεν μπορούσε να διευκρινίσει τον δολοφόνο… Δεν είχε σημάδια ανθρώπινου χεριού. Κάτι άλλο… Κάτι άλλο… επέμενε, απροσδιόριστα.

 […]

Τα χρόνια πέρασαν και οι κόρες σκόρπισαν σε τρεις ηπείρους. Ο πατέρας φτερούγισε στην απέναντι όχθη. Έμεινε στο πατρικό μόνο ο Βίκτωρ. Συντροφιά μ’ εκείνον τον πόνο που ήρθε την Πρωτοχρονιά , πριν είκοσι ολάκαιρα χρόνια. Μόνος του! Κανένας δεν το επισκεπτόταν για λίγη συντροφιά από το χωριό. Είχε απομονωθεί και ο ίδιος.

Χιόνιζε από τα ξημερώματα. Είκοσι πέντε Δεκεμβρίου. Χριστούγεννα. Σήμερα όλοι ξεκίνησαν για την Εκκλησία…

*Απόσπασμα από τη συλλογή διηγημάτων «Ο Τελευταίος Ασπασμός» (Β’ ΕΚΔΟΣΗ) Εκδόσεις Όστρια, Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συνεχίζεται…