Δεν έχω πλήρη επίγνωση με ποια κριτήρια οι σοφοί Πατέρες της Εκκλησίας αγιοποιούν κάποιους ανθρώπους, όμως εγώ έχω τα προσωπικά μου κριτήρια αγιοποίησης κι έτσι με σιγουριά και δικαιοσύνη, παρά θεοίς και ανθρώποις, κήρυξα τον δικό μου όσιο, που δεν άλλος από το μουλάρι των βουνών και των λόγγων μας, των φαράγκων και των βουνοκορφών μας.

Αυτήν την εποχή δυο όντα στο παραδοσιακό νοικοκυριό έχτιζαν το βιογραφικό της αγιοποίησής τους ο προκομμένος νοικοκύρης με τον σύντροφό του το μουλάρι.

Ο δεύτερος άγιος είναι ερωτικός καρπός μιας οργάζουσας γαϊδούρας και ενός αλόγου. Από αυτούς κληρονόμησε την γομαρινή αντοχή και υπομονή και την ευσταλή αλογίσια κορμοστασιά του. Πάντα ήταν στην υπηρεσία του ομότροπου αφεντικού του, που εμφορούνταν και οι δυο με τα ίδια χούγια και τις ίδιες αρετές. Ένας λόγος αγιοποίησής του είναι η σεξουαλική του καθαρότητα. Ουδέποτε περιέπιπτε σε ερωτικές αμαρτίες, λόγω της υβριδικής του υπόστασης. Ήταν –και είναι- ένας κοινός μούλος. Moularopoutsi έλεγαν σκωπτικά τον κάθε χαντούμη ή και άτεκνον ακόμα-ακόμα. Τούτος είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις μοναστικές κοινότητες, που πιστά υπηρετούσε. Άκουγε στο όνομα βορδόνιον και υπεύθυνος γι΄ αυτό ήταν ο διακονηματίας καλόγερος, ο καλούμενος βορδονάριος.

Τούτο ήταν το Άγιο Βορδόνιο.

Την Ακρόπολη της Αθήνας έχτισαν: η υψηλή σκέψη των καλλιτεχνών, των επιστημόνων και των ιθυνόντων εκείνης της εποχής μαζί με τον μόχτο και το βόγγο χιλιάδων υποζυγίων, δούλων και μουλαριών. Ένα τέτοιο αβασταγό ήταν και μια μούλα, η οποία χρόνια έκανε το δρομολόγιο Ακρόπολη – Πεντέλη μεταφέροντας μάρμαρα. Όταν κάποτε συνταξιοδοτήθηκε (…πριν τα 67 της) δεν άλλαξε συνήθειες, συνέχιζε από μόνη της να κάνει το γνωστό της δρομολόγιο.

Αυτή ήταν η ιερά ημίονος των Αθηνών!

Όλοι μας έχουμε δει παλιές φωτογραφίες μουλαριών και στρατιωτών, να κουβαλάνε πυρομαχικά στους Βαλκανικούς πολέμους, στη Μικρασιατική εκστρατεία, στις χιονισμένες αετοκορφές της Πίνδου στο πόλεμο του ΄40 κι αργότερα στην Εθνική Αντίσταση.

Αυτές ήταν οι ιερές ημίονοι των εθνικών μας αγώνων!

Στον μπάρμπα Μήτσο, παλιό μακεδονομάχο, η “Πατρίς ευγνωμονούσα” τον αντάμειψε με μια ωραία βουλγάρα μούλα -και Βουλγάρα τη βάφτισε- που ήταν λάφυρο των Βαλκανικών πολέμων. Όταν γέρασε την πήγε στο παζάρι και την άλλαξε στους γύφτους με άλλη νεότερη, (τράμπα και πανωτίμι). Το βράδυ, όταν έφτασε στο σπίτι, η καινούργια μούλα πήγε μόνη της στο αχούρι, κι ο μπάρμπας μονολόγησε με θαυμασμό:

-Ωρέ μπράβο Βουλγάρα είχα Βουλγάρα πήρα!

Το μυστήριο το έλυσε η γυναίκα του, όταν τον έπεισε ότι οι γύφτοι του ξαναπούλησαν τη Βουλγάρα του, αφού πρώτα την εξωράισαν με καινούργια σαγή και την ξεγυάλισαν.

Αυτή ήταν η αγία ημίονος των βουνών και των λόγγων μας!