Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Τέτοια εποχή λίγοι επαγγελματίες εργάζονταν εντατικά, εκτός από τους καποράφτες, που έραβαν μόνο με τα βελόνια τους (χωρίς ραπτομηχανές) ρούχα από χειρίσια υφάσματα του αργαλειού. Με τράγια έραβαν τις κάπες, που στη συνέχεια για να φουσκώσουν νεροτριβίζονταν, με απολυτά μάλλινα έραβαν μπουραζάνες, σώβρακα κ.ά και με δίμιτα μαντανισμένα έραβαν τα κουστούμια τους. Αυτά σε χοντρές γραμμές.

Βέβαια δεν διανοούνταν να βάλουν το ράφτη να πάρει μέτρα, να κάνει πρόβα κ.λπ. στα μαλλινοφούστανα των γυναικών τους. Αυτά ή τα έραβαν μόνες τους οι γυναίκες ή άλλες πιο άξιες και ψιλοειδικευμένες.

Σύγχρονοι με τους καποράφτες ήταν και οι ελληνοράπτες. Αυτοί είχαν εργαστήρι-ραφείο, μπορεί και ραπτομηχανή τελευταία, και έραβαν τα αντρικά γαμπριάτικα ρούχα. Τη φουστανέλα, το γιλέκο και τα υπόλοιπα. Εμείς όμως ραβόμασταν στους φραγκοράφτες. Το λέω αυτό για να τιμήσω το ευτελές ντρίλι, που μας ανέβαζε τη γοητεία ως κομψευόμενους εραστές.

Εικόνα που περιέχει κείμενο, εσωτερικό, άνδρας, άτομο

Περιγραφή που δημιουργήθηκε αυτόματαΟι καποράφτες δούλευαν στα σπίτια δίπλα στο τζάκι και παραδίπλα στη νοικοκυρά. Αυτό ήταν μια ευκαιρία να επεκτείνουν τον κύκλο των εργασιών τους στον ερωτικό τομέα.

Ο ράφτης ως επάγγελμα ήταν – όπως έλεγαν- καθούμενος. Τα χέρια του δεν ήταν γεμάτα ζόγκια σαν αγριλίδια, κατάλληλα για κασμά και άρμεγμα, παρά βελούδινα και τρυφερά κατάλληλα για τις βελόνες του, αλλά και για χάδια στις στερημένες νοικοκυρές. Ο ίδιος είχε λεπτούς τρόπους και δεν μπέρδευε την ερωτόπλαστη νοικοκυρά με τις γελάδες και τις κατσίκες του, όπως κατά κανόνα έκανε ο μπαστουνόβλαχος αφέντης της.

Έτσι οι ερωτοϊστορίες με τους ράφτες αφθονούσαν. Θα αναφέρω μία κάπως περίεργη ιστορία, αλλά που αναδεικνύει την ιδιαίτερη ψυχολογία της γυναίκας. Ένας ράφτης έπιασε δουλειά δίπλα στο φωτογόνι και τα βελόνια του έπαιρναν φωτιά. Όμως φωτιά του άναψε και η ναζιάρα νοικοκυρά, με την οριοθετημένη της οικειότητα. Έπρεπε να σπάσει τα όρια. Ένα πρωί παίρνει ένα κάρβουνο και χαράσσει στο πάτωμα έναν κύκλο γύρω του. Το βλέπει η νοικοκυρά και ρωτάει: «τι είναι αυτό μάστορα;» «αυτό είναι φράχτης κι απαγορεύεται να τον περάσεις» της απαντά «εγώ θα τον περάσω» λέει ναζιάρικα «αν τον περάσεις τότε θα σε φιλήσω» της απαντά «εγώ θα τον περάσω κι ούτε θα με φιλήσεις» του λέει. Και πήδηξε το φράχτη κι ο ράφτης, αφού πρώτα τη φίλησε πήδηξε κι αυτός με τη σειρά του!

Οι ράφτες εκτός από τις υπογάστριες ανάγκες είχαν και τις γαστριμαργικές. Πολλές φορές λιμπίζονταν, εκτός από τις νοικοκυρές και τα λοιπά βρώσιμα του νοικοκυριού. Ένας ράφτης  λιμπίστηκε τις κοκόσιες του νοικοκυριού. Έτσι κάθε φορά που έβλεπε τη νοικοκυρά έριχνε μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα στον κάλφα του λέγοντας: «να παλιόπαιδο που θέλεις και κοκόσιες». Τ΄ άκουσε η νοικοκυρά κι έφερε καρύδια να φάνε δέκα παιδιά!

Άλλος πάλι στέγνωσε το λαρύγγι του για λίγο ρακί. Έτσι όταν έβλεπε τη νοικοκυρά και τύχαινε δίπλα του ο γάτος, του έριχνε μια με τον πήχη του λέγοντας: «χάσου παλιόγατο, που κάθεσαι μπροστά μου σαν παγούρι με ρακί». Ο γάτος γλύτωσε όταν η νοικοκυρά έφερε μπροστά του ένα πραγματικό παγούρι με ρακί. Αυτά γίνονταν τότε που τα προϊόντα, εκτός από μόχτο και ιδρώτα, εμπεριείχαν μια αισθαντικότητα και μια ποίηση.