Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Ο Ιησούς μας είπε: «δεν ανάβουν το λυχνάρι και το τοποθετούν κάτω απὸ το μόδι, αλλὰ πάνω στο λυχνοστάτη και έτσι λάμπει σε όλους, που βρίσκονται στο σπίτι». Και αυτό ήταν το φως της αλήθειας του Κυρίου. «Φως περισσότερο φως» λέγεται ότι ήταν τα τελευταία λόγια του Γκαίτε. Πολλά έχουν ειπωθεί γι΄ αυτό εν τέλει όμως  σημασία έχει ότι ο Γκαίτε μια ζωή πάλευε για το φως της γνώσης και μια ζωή τον στράβωναν τα πενιχρά φωτιστικά μέσα της εποχής του.

Εμείς φωτιστήκαμε από το φως της χριστιανικής πίστης και είδαμε το φως της γνώσης και της σοφίας  με το λύχνο πετρελαίου.Εικόνα που περιέχει εσωτερικός χώρος

Περιγραφή που δημιουργήθηκε αυτόματα Οι ημιφωτισμένες γνώσεις, που αποκτήσαμε στα σχολεία, όζουν πετρέλαιο και φέγγουν καπνιά. που συναγωνιζόταν την τσιμινιέρα παλιού εργοστασίου, γι΄ αυτό και η θέση του ήταν κρεμασμένος από μια πρόκα στο εσωτερικό του τζακιού, ώστε ο καπνός να απάγεται δια της καμινάδος. Εκεί σταχτοκυλισμένοι τρυπώναμε και αποκρυπτογραφούσαμε τα μυστικά της Λόλας και του Μίμη, από το Αναγνωστικό μας.

Στη συνέχεια ήρθε η ωραία κυρία του εσωτερικού μας φωτισμού, η γυάλινη λάμπα καθαρού πετρελαίου, με κείνο το θεϊκό λαμπόγυαλο, που εξαφάνιζε την κάπνα και την μυρωδιά του πετρελαίου και διάχεε ιλαρόν φως στον πέριξ αυτής χώρο. Διέθετε τρία διακριτά μέρη. Τη βάση της, που ήταν και το ντεπόζιτο του πετρελαίου, τη «μηχανή» που βίδωνε στο «ντεπόζιτο» και έφερε το φυτίλι το οποίο ανεβοκατέβαινε μ΄ ένα ρεγουλατόρο-ροδέλα, ώστε να ρυθμίζονται τα αποδιδόμενα λούξ της όλης συσκευής. Τέλος πάνω στη μηχανή προσαρμοζόταν το πιο ευαίσθητο –και πιο… αισθησιακό- εξάρτημα, που ήταν το λαμπόγυαλο.

Η λάμπα τούτη (όπως και κάθε… άλλη κυρία) ήθελε την καθημερινή της φροντίδα, ώστε να μας αποδώσει όλο της το φως και τη γοητεία της. Χρειαζόταν κάθε μέρα καθάρισμα το λαμπόγυαλο μ΄ ένα πανί, που το στριφογύριζε εσωτερικά η νοικοκυρά με τ΄ αδράχτι της και κάθε βδομάδα πλύσιμο με σαπουνάδα. Τούτο είχε και άλλο ένα μειονέκτημα, έσπαγε συχνά είτε… αυτοβούλως είτε από διάφορες βιαιότητες και η αντικατάστασή του ήθελε χρήματα. Η τελευταία περιποίηση, που απαιτούσε το όλον σύστημα, ήταν το ψαλίδισμα της κάφτρας του φυτιλιού, το οποίο με τη χρήση καιγόταν μονόπατα.

Ως μαθητής είχα καλή σχέση με τη λάμπα, μόνο που καθάριζα το λαμπόγυαλο από τη μέση και κάτω, όσο έφτανε το δάχτυλό μου. Από κει και πάνω μαύρη μαυρίλα! Είχαμε φωτιστικές απώλειες αλλά ποιος τις λογάριαζε, τότε βλέπαμε σα λύκοι. Η βασιλεία της λάμπας τερματίστηκε το 1967, που ταυτόχρονα με την σκοταδιστική χούντα ήρθε στα χωριά μας το ανέσπερο και άπλετο φως της ΔΕΗ. Εμείς το καταχαρήκαμε, όμως μια γιαγιούλα κατατρόμαξε γιατί το ηλεκτρικό θα φώτιζε τις σκοτεινές γωνιές σπιτιού και θα έδιωχνε τις ψυχούλες τις προγονικές, που εύρισκαν εκεί απάγκιο και παρακολουθούσαν τα βράδια αθέατες τα δρώμενα του πάνω κόσμου.  Πολλών ανθρώπων έργα και ημέρες είδε και φώτισε η λάμπα.