Στον Πλατωνικό διάλογο ‘Φαίδρος’, ο Σωκράτης περπατάει μαζί με τον φίλο του τον Φαίδρο πλάι στις όχθες του ποταμού Ιλισσού, έξω από τα τείχη της Αθήνας. Είναι μεσημέρι, ο ήλιος λάμπει και τα τζιτζίκια τραγουδούν δυνατά. Οι δυο τους κάθονται κάτω από τη δροσερή σκιά ενός πλατάνου για να ξαποστάσουν. Αρχίζουν να συζητούν τότε για ένα λόγο περί έρωτος, που ο Φαίδρος έχει ακούσει το πρωί από το ρήτορα Λυσία. Ο Σωκράτης περιγράφει τη φύση της ανθρώπινης ψυχής χρησιμοποιώντας ένα μύθο, το μύθο της πτερόεσσας ψυχής. Λέει λοιπόν ο Σωκράτης πως οι ψυχές, θεϊκές και ανθρώπινες, ταξιδεύουν στον ουρανό και κάθε μία απεικονίζεται με φτερωτό άρμα που το σέρνουν δύο άλογα και το οδηγεί ένας ηνίοχος. Ο ηνίοχος συμβολίζει το λογιστικό εκείνο το μέρος της ψυχής με το οποίο σκεφτόμαστε και κρίνουμε. Το ένα άλογο είναι το θυμοειδές που συνδέεταιμε τα αρνητικά συναισθήματα όπως αυτό της οργής και το άλλο είναι το επιθυμητικό δηλαδή η πηγή των επιθυμιών του σώματός μας όπως η πείνα και η δίψα.

 Καθώς ταξιδεύουν οι ψυχές, φτάνουν σε ένα σημείο απ΄ όπου είναι ορατή η περιοχή πέρα από τον ουρανό, εκεί όπου βρίσκεται το πραγματικό ον, η αλήθεια. Τα άλογα των θεϊκών ψυχών είναι καλά και ήρεμα, πειθαρχούν στα παραγγέλματα του ηνιόχου, ο οποίος κρατά με σιγουριά τα χαλινάρια, έτσι οι ψυχές των θεών μπορούν να ατενίσουν ανενόχλητες την ουσία και την αλήθεια των πραγμάτων. Δεν συμβαίνει όμως  το ίδιο με τις ανθρώπινες ψυχές. Το ένα τους άλογο, το θυμοειδές έχει χρώμα λευκό, το σώμα του είναι στητό και καλοδεμένο, ο αυχένας του ψηλός, η μύτη του γαμψή και τα μάτια του μαύρα. Είναι φιλότιμο συνετό και σεμνό. Αγαπάει την αλήθεια. Είναι υπάκουο και καθοδηγείται μόνο με το λόγο και το παράγγελμα του ηνίοχου. Το άλλο άλογο, το επιθυμητικό είναι μαύρο και ατίθασο, το σώμα του είναι στραβό, παχύ και κακόσχηματισμένο. Έχει χοντρό αυχένα, κοντό λαιμό και πλατύ πρόσωπο. Έχει μάτια γκριζογάλαζα και αιματώδη. Είναι κουφό και το άλογο αυτό ρέπει προς την ύβρη και την αλαζονεία. Δύσκολα υπακούει στα κεντρίσματα και στα χτυπήματα του ηνίοχου με το μαστίγιο.

Κάποιες ανθρώπινες ψυχές μοιάζουν περισσότερο με τις θεϊκέςκαι οι ηνίοχοί τους σηκώνουν το κεφάλι για να δουν ότι βρίσκεται πέρα από τον ουρανό.Τα άλογα όμως δεν υπακούν αμέσως σε όλα τα παραγγέλματα. Η προσοχή των ηνιόχων αποσπάται από αυτό που βλέπουν και επικεντρώνεται στην καθοδήγηση των αρμάτων τους. Έτσι αυτές οι ψυχές αντικρίζουν μεγάλο μέρος αλλά όχι ολόκληρη την αλήθεια. Σε άλλες ανθρώπινες ψυχές τα άλογα είναι πιο ατίθασα, δεν πειθαρχούν, δεν συντονίζουν τις κινήσεις τους και έτσι παρασύρουν τα άρματα προς τα κάτω. Οι ηνίοχοι προσπαθούν να τα χαλιναγωγήσουν, τραβώντας τα γκέμια. Μόνο για λίγο μπορούν να στρέψουν την προσοχή στην περιοχή πέρα από τον ουρανό, γι’ αυτό προλαβαίνουν να δουν μόνο μικρό μέρος της αλήθειας. Τέλος υπάρχουν και κάποιες ψυχές ανθρώπων που τα άλογα τους είναι πολύ άγρια. Χλιμιντρίζουν, αφηνιάζουν, σηκώνονται στα δύο πόδια, πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο και οι ηνίοχοι προσπαθούν να σταθούν όρθιοι. Όσο και να προσπαθούν αδυνατούν να ελέγξουν την πορεία των αρμάτων τους οι ψυχές ποδοπατιούνται. Η μια παρασύρει την άλλη, τα φτερά τους καταστρέφονται και ποτέ μα ποτέ δεν βλέπουν τίποτα από την αλήθεια.