Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Εν αρχή ήν το ξεχέρσωμα ή ξεστρεμάτισμα. Με αυτό η άγρια φύση ημέρευε, αφού πρώτα έσπαγε τα κόκκαλα του κατακτητή της.

Το ξεστρεμάτισμα, άρχιζε με την υλοτόμηση του δάσους, δια του οποίου η άγρια φύση έκανε κατάληψη του εδάφους και τελείωνε με τις εκσκαφές, που σήμερα με τους μηχανικούς εκσκαφείς και τα συναφή είναι παιγνιδάκι, τότε όμως ήταν μόχτος και πόνος, ιδρώτα και αίμα.

Σε όλα τα είδη των εκσκαφών το πρώτο και αναντικατάστατο εργαλείο ήταν τα μπράτσα του αγρότη. Στις γαιώδεις εκσκαφές ως μηχανικά εργαλεία χρησιμοποιούσαν το τσαπί, τον κασμά, το φτυάρι και τη σκεπαρνιά, για τις εκριζώσεις. Στις ημιβραχώδεις εκχερσώσεις χρησιμοποιούσαν επιπλέον το λοστό, τη γοζίλα και τη βαριά. Σε μεμονωμένους εκβραχισμούς έβαζαν φουρνέλο με μαύρο μπαρούτι, αφού άνοιγαν τις τρύπες με το μακάπι και το ματζακούπι.

Προϊόν του ξεχερσώματος ήταν οι οικοδομήσιμες πέτρες, που τις έφτιαχνε τοίχους αντιστήριξης του χωραφιού του. Σε πολλές περιπτώσεις που το έδαφος ήταν πολύ επικλινές η επιφάνεια των πεζουλιών ήταν μεγαλύτερη από την έκταση του χωραφιού. Ο κάθε γεωργός ήταν ένας έμπειρος πεζουλάς-μάστορας πέτρας. Οι ακατέργαστοι ογκόλιθοι στα πεζούλια, που έφτιαχνε, αγκιστρωμένοι σήμερα στη γη, φαντάζουν σαν ριζιμιά λιθάρια.

Υποπροϊόν του ξεχερσώματος και του βαλαρίσματος ήταν μεγάλοι σωροί από πέτρες, διαστάσεων χούφτας, οι λεγόμενοι αρμακάδες (από το αρχ. έρμαξ) ή οβολοί, που καταλάμβαναν την πιο άγονη γωνιά του χωραφιού και ήταν βιότοπος ποντικιών φιδιών και άλλων σαυροειδών.

Αφέντης του παλιού καιρού και φανατικός «αποχαλικωτής» των χωραφιών του ήταν ο Χουλιαροδημήτρης. Στην κατοχή ήρθε στο χωριό ο γιος του Σπύρος, αξιωματικός χωροφυλακής, αφού αρνήθηκε να υπηρετήσει τους Γερμανούς. Ξεχαλίκωναν ένα «κριτσίπι» και κουβάλαγαν τις πέτρες στην κορυφή του επικλινούς χωραφιού. Ένας περαστικός τους λέει: «καλά ρε Σπύρο ο πατέρας σου, αλλά και σύ πας τις πέτρες τον ανήφορο, θα ξανακυλήσει ο αρμακάς στο χωράφι» και ο Σπύρος απαντά: «αν θέλεις να λέγεσαι γιος του Δημήτρη αυτό πρέπει να κάνεις».

Αέναος ήταν ο αγώνας ξεχαλικώματος των χωραφιών και διακαής ο πόθος του νοικοκύρη να χωματουργεί στο χωράφι του.

Η κάθε πατημασιά γης, που ξεχέρσωνε ο γεωργός, ήταν ιερή κληρονομιά για τους επόμενους. Η ερχόμενη γενιά σκυταλοδρομούσε την απερχόμενη. Οι προηγούμενες γενιές μας άφησαν τα πεζούλια, τις πεζούλες και τους αρμακάδες, τεκμήρια του γεωργικού μας πολιτισμού, που παρήλθε ανεπιστρεπτί.

Επί δέκα χιλιάδες χρόνια υπήρχε μια παραγωγική συνέχεια, η οποία βλέπω να διαταράσσεται στις μέρες μας. Είμαστε η πρώτη γενιά στην ιστορία, που δεν θα παραδώσουμε στα παιδιά μας αρμακάδες από δικά μας ξεχερσώματα, παρά τον άμμο της θάλασσας από χρέη και καμιά παραγωγική σκυτάλη δε θα κληροδοτήσουμε, αφού τα χρήματα καταναλώθηκαν για την καλοπέραση των επιτηδείων τρωκτικών του δημοσίου χρήματος.