Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Αμάραντος ο αείζωος (Sempervivum) είναι το επίσημο όνομά του. Οι αναφορές που υπάρχουνε γι’ αυτόν χρονολογούνται πριν από 2000 χρόνια.

Αυτοφυής απαντάται στα σπανά των βουνών και “φυτρώνει μεσ’ τα δύσβατα στις πέτρες στα λιθάρια” όπως λέει το τραγούδι του, αυτό με το οποίο ο ερωτόπληκτος και ερωτοστερημένος ορεσίβιος παιάνιζε και τελάλιζε τον Έρωτά του στα καλότυχα βουνά. Τον βρίσκουμε άγριον να ζει ζευγαρωμένος με το εκλεκτό τσάι των βουνών μας, παρέα με τις πετροπέρδικες ή συλλεγμένον, όχι όμως εξημερωμένον, στις πλακοσκεπές των σπιτιών, εκεί που σμίγουν οι μαχιάδες με τον καβαλάρη, παρέα με τις βροχάδες, τα χιόνια και τα στρουθία τ΄ ουρανού.

Ένα βασικό χαρακτηριστικό ενός παλιού νοικοκυρόσπιτου ήταν τα πολλά λουλούδια που ζούσαν και ευωδίαζαν μέσα σ΄ αυτό. Ο κήπος ήταν μια ποιητική σύνθεση λαχανόκηπου και ανθόκηπου. Στην αυλή εκτός από τους ανθρώπους του, τις γάτες και το σκύλο, αυλίζονταν και πάσης φύσεως λουλούδια μέσα σ΄ ασβεστωμένες γλάστρες και παρτέρια και στις δυο ακροκορφές των μαχιάδων της σκεπής δυο μεγάλα μπουκέτα αμάραντου αγνάντευαν τις γύρω αετοκορφές και ευλογούσαν την όλη ανθοδέσμη του παραδοσιακού σπιτιού.

Από την πλακοσκεπή παλαιού σπιτιού, περιμάζεψα και γω τον δικό μου αμάραντο και τον έβαλα σ΄ ένα πέτρινο γουρουνοκουρήτο στο σπίτι μου στο Καρπενήσι και ζει τώρα κοντά στα 20 χρόνια, μοναχικός και ορφανεμένος, στο ίδιο μέρος και με το ίδιο χώμα, χωρίς καμία απολύτως φροντίδα.

Αείζωος γαρ.

Συνονόματοι αμάραντοι ανά την επικράτειαν υπάρχουν και άλλοι, όχι όμως σαν το δικό μας τον αείζωο, που ως γνήσιος Ευρυτάν “ποτέ του δε ποτίζεται και δε κορφολογιέται”. Kατά την ανθοφορία του φυτού κάθε χρόνο, από τον Ιούνιο έως το Σεπτέμβριο, ορθώνεται στο κέντρο του κορμού ένας φαλόμορφος βλαστός με κιτρινωπά άνθη.

Ο αμάραντος είναι ένα πολύ χρήσιμο βότανο, γι΄ αυτό οι άνθρωποι είχαν έναν ακόμα βασικό λόγο να τον έχουν στις σκεπές. Ο χυμός των σαρκωδών φύλλων του είναι καταπραϋντικό και μαλακτικό του δέρματος. Ως αφέψημα είναι κατάλληλο για φαρυγγίτιδα, βρογχίτιδα και στοματίτιδα και το μάσημα των φύλλων ελαφρύνει τον πονόδοντο.

Αυτός είναι ο αμάραντος που “τον τρων τα ελάφια και ψοφούν τ΄ αγρίμια κι ημερεύουν” Η ποιητική ιδιότητά του να ημερεύει τ΄ αγρίμια τον έχρισε και ως αγαποβότανο. “Μέμηνεν” ο ερωτόπληκτος ορεσίβιος και ως εκ τούτου μόνο ένα φάρμακο σαν τον αμάραντο, που ημερεύει τ΄ αγρίμια θα μπορούσε να σώσει “εαυτόν και αλλήλους”. Εξ΄ άλλου το δημοτικό τραγούδι: “Πάνω σε τρίκορφο βουνό, μάνα και θυγατέρα δυο, μάζευαν τον αμάραντο και το μελισσοχόρταρο κι εκεί που τον μαζεύανε, βρίσκουν ‘να λαβωμένο”, σαφώς μιλάει για εξ έρωτος λαβωμένον, μόνο που εδώ ο αμάραντος σηκώνει τα χέρια ψηλά και παραιτείται και τον παραδίδει σ΄ άλλα χέρια για περιπτύξεις και συμπορεύσεις πέρα από τα όρια των κορυφογραμμών.

Αείζωος γαρ ο Έρωτας.