Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Κορωνίδα της δημιουργίας ο αγροίκος των βουνών, είτε γεωργός, τσοπάνος ή κυνηγός, είτε παράνομος, ληστής ή ερωτευμένος. Υπερείχε έναντι όλων των εμβίων όντων του οικοσυστήματος που ζούσε. Όμως δεν υπερείχε σε όλα τα σημεία. Δεν είχε λαγού περπατησιά, δεν είχε όραση γάτας, όσφρηση λύκου, δύναμη βοδιού κ.λπ. Είχε όμως τον έναρθρο λόγο σε άριστη κατάσταση συγκρινόμενος με τα ζώα. Σφύριζε κιόλας, πολύμορφα και ποικιλόχρωμα. Όμως δεν είχε τα πρωτεία. Το αηδόνι κι ο κότσυφας ήταν πρωταθλητές. Αυτός ήταν τριταθλητής, στο άθλημα.

Σφύριζε με ή χωρίς δάχτυλα στο στόμα. Κι αν η γλώσσα του δεν έστριβε έφτιαχνε σφυρίχτρες και τζαφάρια. Βέβαια ένας σοβαρός άντρας δε σφύριζε με τέτοια όχι μόνο γιατί ήτανε ντροπή, αλλά δε μπορούσε να κάνει τη δουλειά του. Αυτά ήταν για τα μικρά παιδιά, ώστε σιγά-σιγά να μαθαίνουν το αντρίκιο σφύριγμα

Το σφύριγμα ήταν επαγγελματικό προσόν στον αγροφύλακα και στον τσοπάνο. Ο πρώτος σφύριζε με τη σφυρίχτρα του, όταν εντόπιζε αγροζημιωτές και ο δεύτερος σφύριζε με το στόμα κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Σφύριζε στο σκάρο και στο σάλαγο των ζώων. Σφύριζε στα ζώα του για μα πιούν νερό, στα φορτιάρικα για να σταματήσουν. Σφύριζε για να επικοινωνήσει με ανθρώπους δίπλα του αλλά κυρίως όταν ο καθένας βρισκόταν στη δική του ράχη. Σφυρίζοντας καλλιτέχνιζε τους καημούς και τα μεράκια του και όταν ήθελε να αναπνεύσει λεύτερα –και να καζαντίσει- “σφύριζε κλέφτικα” από λημέρι σε λημέρι, αλλά κι όταν ήθελε να τραβήξει το δρόμο του έλεγε: “να μου σφυρίξεις κλέφτικα”. Σε ώρα ραστώνης και ακηδίας χαζοσφύριζε και με σφυρίγματα ποίκιλλε τα γλεντοκόπια του και τις κρασοκατανύξεις. Σύριζε στα σκαλοπάτια της αγαπητικιάς του κι αν την παντρευόταν της “σφύριζε κι ένα μανίκι”, που λέει ο λόγος!

Το σφύριγμα δηλώνει μια ελεύθερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Στεντόριο ή σιγανό, είναι ένα συμπλήρωμα της ομιλίας. Ο σφυρίζων διαλαλούσε εις επήκοον όλων κάτι από τη ψυχή του. Σήμερα τούτοι οι σφυριχτές “με κρουσταλλένια σφυριχτά σε λόγγους φύγαν σκοτεινούς” που λέει ο Παπαντωνίου. Σήμερα σφυρίζουν –και μας τον… σφυρίζουν- οι δανειστές και η χρηματιστική ολιγαρχία. Ο φίλος μου ο Σταύρος Τραγάρας δημοσίευσε μια ιστορία στα λημνιά για το σφύριγμα. Είπα να την μεταγράψω στη ντοπιολαλιά μας και να την αναδημοσιεύσω. Λέει ο αφηγητής: “Τώρα μαθέ π’ μεγάλωσαμι ροχάλ’ζε η γ’ναίκα μ’ σα ντ αλευρομηχανή τ’ Γκανάσο και δε μ’ άφ΄νε να κλείσω ματ΄ ουλ’ τ’ νύχτα. Είπαμε να κ’μούμαστε σε ξεχωρστές κάμαρες. Άμα ήθελα τζιγκιτζόμ είχαμε σύνθημα ένα σφύρζμα. Όποτες ήθελα τράβαγα μια σφυρματιά κι έρχονταν. Άμα ήθελε εκείν’ δε σφύρζε, αλλά έρχονταν κστα κστα κι με ρώταει: “μπακ’ σφύρξες άντρα μ΄;” “Δεν σφύρξα, τς λέγω, αλλά μια πόκαμες το γκόπο κι ήρθες, κόπιασε να στουν σφυρίξω”.