Για το τεράστιο πρόβλημα της ερημοποίησης του νομού μιλάμε ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια και κάποιος που δεν ζει μόνιμα στην Ευρυτανία, θεωρεί ότι τα παραλέμε ή σκέφτεται τι καλά που έφυγε και βρίσκεται σε μια μεγάλη πόλη και βλέπει κόσμο(!)

Η κατάσταση μήνα με το μήνα χειροτερεύει, με ένα μικρό διάλειμμα –φαντάζομαι- για 15 μέρες τον Αύγουστο, που θα έρθουν όλοι να ξεσκάσουν στα χωριά και θα γυρίζουν από πανηγύρι σε πανηγύρι οι υποψήφιοι των δημοτικών εκλογών που έρχονται το Φθινόπωρο. Μέχρι τις 20 περίπου Αυγούστου ο τόπος θα είναι γεμάτος ζωή, έπειτα ερημιά μέχρι τις εκλογές τον Οκτώβριο κι έπειτα… η απόλυτη ‘νέκρα’.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος που ζει στην Ευρυτανία μόνιμα είναι πολλά, αλλά δεν είναι άλυτα ούτε καν δυσεπίλυτα τα περισσότερα. Τι συμβαίνει τότε και έχουν φύγει ‘τρέχοντας’ και φεύγουν ακόμη οι κάτοικοί της και μάλιστα οι πιο νέοι;

Μία από τις πιο συχνές απαντήσεις που λαμβάνω στην ερώτηση αυτή είναι ότι οι άνθρωποι που ζουν εδώ νιώθουν αποκλεισμένοι. Οι νέοι νιώθουν αποκλεισμένοι από την κοινωνική ζωή μιας πόλης, από την ποικιλία στις εξόδους, από την εύρεση συντρόφου. Οι οικογενειάρχες νιώθουν αποκλεισμένοι από τα σχολεία, τα φροντιστήρια, τις δραστηριότητες και τους γιατρούς, κάτι που αγγίζει και τους μεγαλύτερους σε ηλικία που νιώθουν ανασφάλεια να ζουν τόσο μακριά από νοσοκομειακή και γενικά εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη.

Ως μόνιμη κάτοικος σε χωριό του Δήμου Αγράφων εδώ και δέκα χρόνια, αυτό που εντοπίζω ως πρόβλημα δεν είναι ότι όντως είναι κάποιος αποκλεισμένος που μένει στα χωριά, αλλά το ότι το νιώθει πιο έντονα από ποτέ. Πριν από είκοσι ακόμη και πριν από δέκα χρόνια οι κάτοικοι των χωριών είχαν πολύ μικρότερη πρόσβαση σε αγαθά όπως επικοινωνία, διαδίκτυο κλπ, αλλά ένιωθαν αυτάρκεια και ασφάλεια ως κοινότητα, γιατί ήξεραν πως ό,τι και να γίνει υπάρχει ο γείτονας, ο συγγενής, ο φίλος. Ήξεραν ότι κάθε μέρα θα ξεκινήσει πριν τα χαράματα το λεωφορείο για Καρπενήσι και θα γυρίσει πάλι το απόγευμα κι έτσι κρατιόταν η επαφή με την πόλη. Ήξεραν ότι κάθε μέρα θα δουν τον ταχυδρόμο, το μάστορα, το δάσκαλο ακόμη και τον Παπά και τον οδηγό του ΚΤΕΛ που τους έφερνε νέα από παραπέρα.

Σήμερα, στα περισσότερα χωριά του νομού ξέρεις ότι δεν θα δεις κανέναν από τους παραπάνω και αρχίζεις να νιώθεις ανασφάλεια, παρόλο που σχεδόν κανένας από τους προαναφερθέντες δεν θα άλλαζε δραματικά κάτι στην καθημερινότητα σου. Επιβιώνεις και χωρίς αυτούς, θες όμως να βρίσκονται εκεί και να κρατά ο καθένας το ρόλο που ήξερες ότι έχει, για να μη νιώθεις ότι είσαι μόνος σε αυτή την απόφαση να μείνεις πίσω.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρυτανίας αυτή τη στιγμή είναι η χάλια ψυχολογία που έχει. Υπάρχει παντού διάχυτη η καταθλιπτική εντύπωση ότι τελειώσαμε, ότι ο τόπος πέθανε και ότι όλοι πρέπει να φύγουν κι εκεί που θα πάνε θα βρουν κάτι καλύτερο. Αυτή η κακή ψυχολογία εντείνεται με την έλλειψη ενδιαφέροντος από τις αρχές, οι οποίες θα μπορούσαν να πιέζουν τις καταστάσεις προς όφελος του συνόλου, των λίγων κατοίκων που παραμένουν και ‘φυλάττουν Θερμοπύλες’. Δύο παραδείγματα είναι το Ταχυδρομείο Γρανίτσας το οποίο τις μισές μέρες είναι κλειστό γιατί δεν έχει λυθεί το θέμα υπαλλήλου που υποτίθεται ότι θα λυνόταν εδώ και πολλούς μήνες και το ΚΤΕΛ Ευρυτανίας το οποίο παρόλο που επιδοτείται από το ελληνικό κράτος έκοψε πολλά δρομολόγια προς Απεράντιο – Ασπροπόταμο με αφορμή τους περιορισμούς του κορωνοϊού και το διατήρησε και μετά μιας και βόλευε.

Οι τοπικοί άρχοντες του νομού θα πρέπει να καταλάβουν ότι έχουν τεράστια ευθύνη για την κατάσταση αλλά και για να την αντιστρέψουν. Όσο για εμάς τους εναπομείναντες ας μην τους κάνουμε τη χάρη να εγκαταλείψουμε τον τόπο μας και μη ‘μασάτε’ δεν είναι απαραίτητα καλύτερα εκεί που πάνε όλοι οι άλλοι…