Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός, theofanhspap@outlook.com

«Βροχή δωματίου», Αργύρης Χιόνης

Η βροχή κρύωνε έξω, στο δρόμο. Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω.  Ήτανε, πράγματι, χειμώνας. Το τζάμι τη λυπήθηκε, της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο. Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών. Είσαι τρελό, του φώναξε, που ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό. Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τί ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου; Είναι βροχή δωματίου…


«Ο Τυφλός», Γιώργος Σεφέρης

Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη μαύρος σαν τα νερά του Αχέροντα, χωρις όνειρα, χωρίς μνήμη, κι ούτε ένα φυλλαράκι δάφνη.Ο ξύπνιος χαρακώνει τη λησμονιά σαν το μαστιγωμένο δέρμα κι η παραστρατημένη ψυχή αναδύεται κρατώντας συντρίμμια από χθόνιες ζωγραφιές, ορχηστρίς μ’ ανώφελες καστανιέτες, με πόδια που τρεκλίζουν μωλωπισμένες φτέρνες απ’ τη βαριά ποδοβολή στην καταποντισμένη σύναξη εκεί πέρα. O ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη. Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ’ τον άλλο. Τον ένα χρόνο η Πάργα, τον άλλο οι Συρακούσες κόκαλα των προγόνων ξεχασμένα, λατομεία γεμάτα ανθρώπους σακατεμένους, χωρίς πνοή και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά.

 «Χειμώνας», Μυρτιώτισσα

Νάτος και πάλι που έφτασεν ο θλιβερός χειμώνας,
μου ψαχουλεύει την ψυχή το παγερό του χέρι…
Χλώμιασ’ η μέρα κι η νυχτιά θα γίνει τώρα αιώνας.
Ώρες θα στέκω ν’ αγρικώ το μανιασμένο αγέρι.
Απόψε, όσοι μου πέθαναν, ξανά θε να πεθάνουν,
τη συνοδεία τη νεκρική θ’ ακολουθήσω πάλι
κι όταν ακόμη μια φορά κάτω απ’ τη γη τους βάνουν

θα κρύψω μες στα χέρια μου τ’ αλλόφρονο κεφάλι.
Ω! Πόσο μόνη θα αιστανθώ στην άδεια κάμαρά μου,
Όταν κι ο ίσκιος των νεκρών π’ αγάπησα, μ’αφήσει…
Με τι λαχτάρα θα το ιδώ το φως Σου ολόγυρά μου,
σα θα ‘ρτει, Θε μου, τη ζωή γλυκά να μου θυμίσει!

«Ο Δεκέμβρης του 1903», Κωνσταντίνος Καβάφης
Κι’ αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω –
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια•
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
η μέραις του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
ταις λέξεις και ταις φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι’ αν περνώ, όποιαν ιδέα κι’ αν λέγω.

«Στο γκρίζο τρένο του Δεκέμβρη»,  Nίκος Kαρούζος

Σα να μὴν υπήρξαμε ποτὲ

κι όμως πονέσαμε απ᾿ τὰ βάθη. Ούτε που μας δόθηκε μία εξήγησηγια το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον. Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα. Και λέγαμε πως δεν έχει καιρὸ η αγάπη να φανερωθεί ολόκληρη. Μία μουσικὴ άξια των συγκινήσεών μας δεν ἀκούσαμε. Βρεθήκαμε σ᾿ ένα διάλειμμα του κόσμου ο σώζων εαυτὸν σωθήτω. Θα σωθοῦμε απὸ μία γλυκύτητα στεφανωμένη με αγκάθια. Χαίρετε άνθη σιωπηλὰ με των καλύκων την περισυλλογὴ ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας. Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας. Δεν έχει η απαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής. Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιὰ μία μέρα…Με τη θυσία του γύρω φαινομένου θα ανακαταλάβει, η ψυχὴ τη μοναξιά της.