Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός

theofanhspap@outlook.com        

Έσφιξα τα μάτια να μη βλέπω πια
– να μη με βλέπουν αυτοί που τριγυρνούνε
με μια σφραγίδα μοναξιάς στο μέτωπο.

Γ. Ι.

16 Φεβρουαρίου 1985. Ένας μεγάλος Ποιητής φεύγει. Για λίγο… Όπως συνηθίζουν οι Ποιητές. Σε μια θάλασσα από ηλιοτρόπια ξαποσταίνει και γύρω του τα εβραιόπουλα παίζουν ανέμελα. Ένας Πρόσφυγας της ζωής, ένας γλυκός απόκληρος, ένας μεγάλος Ποιητής. Γιώργος Ιωάννου.

‘ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ’
Κάθε φορά που τρίζει η σκάλα μας,/ «λες να ΄̉ναι αυτοί επιτέλους;» σκέφτομαι,/
κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες/ κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια./ Όμως αύριο ώσπου να ξεχαστώ/ στην αίθουσα αναμονής το τρένο/ απ’ την Κρακοβία θα περιμένω./ Κι αργά τη νύχτα, όταν ίσως κατεβούν/ ωχροί, σφίγγοντας τα δόντια•/
«αργήσατε τόσο να μου γράψετε»/ θα κάνω δήθεν αδιάφορα./

Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και ήταν γιός προσφυγικής οικογένειας. Αποφοίτησε από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση.

Ιδίοις αναλώμασι το 1954  εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή ”Ηλιοτρόπια” λίγα χρόνια μετά ακολουθεί η δεύτερη ” Τα χίλια δέντρα”. Από το 1964 στράφηκε οριστικά στην πεζογραφία όπου καθιέρωσε ένα δικό του προσωπικό ύφος.

1978 – 1985 εξέδωσε το περιοδικό Φυλλάδιο το οποίο και έγραφε ολόκληρο μόνος του.

‘ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΛΕΙΠΑ’
Σαν επιστρέφω αργά στην κάμαρά μου,/ ομίχλη φόβου πάντα με τυλίγει./ Όργια, λες, έγιναν θεία,/ τότε που έλειπα στους δρόμους./ Κομμένα γόνατα – δεμένα χέρια,/
ξορκίζω τους καθρέφτες και θολώνουν./ Κάτι έχουν δει•/ κάτι έχουν δει και που δε λέει/ να πάρει τέλος, Θε μου./ Πια δε βαστώ./ Εδώ και χρόνια μες στα χέρια του με πλάθει./

Εξομολογητικός και ερωτικός ποιητής. Παραγωγικός πεζογράφος, διηγηματογράφος, μεταφραστής, επιμελητής και εκδότης.

‘ΔΕΝ ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ’
Δεν αποκλείεται να πεις/ πως ξέχασες την ώρα, την ημέρα, την ύπαρξή μου./
Κι όμως εγώ παράτησα τις προσευχές/ για να ’μαι έτοιμος. Έκοψα τις νηστείες,/
έβαψα μαλλιά, τα ρούχα μου/ τα ’χω κρυφά μυρώσει./ Για μια στιγμή μαζί, έπαιξα τον παράδεισο./ Είμαι υπότροπος, θαρρώ τον έχω χάσει./ Όμως δεν αποκλείεται εσύ να πεις/ πως ήσουν σινεμά, ενώ πνιγόμουνα./

Σε μια συνέντευξη το 1978 στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στον  Βασίλη Αγγελικόπουλο στην ερώτηση: Τι υπήρξε για σας ο έρωτας, τι σας πρόσφερε, τι σας αφαίρεσε;

Ο ποιητής απάντα: «Για μένα ο έρωτας υπήρξε η αιώνια ανοιχτή πόρτα προς τους άλλους ανθρώπους. Και με έχει τοποθετήσει τελεσίδικα σε μια θέση συμπάθειας απέναντί τους. Η φωνή του ακούγεται γαλήνια, μόνο κάπως κουρασμένη. – Δεν φοβούμαι εγώ τους ανθρώπους. Καθόλου. Παρ’ όλο που έχω πάθει πολλά. Και όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε μεγάλο πλήθος ανθρώπων, στους μεγάλους δρόμους ή σε συνάξεις, δεν νιώθω «συντριβή», όπως ακούω πολλούς να λένε. Αντίθετα νιώθω πάρα πολύ μεγάλη χαρά από τα ανθρώπινα πλάσματα που βρίσκονται γύρω μου. Ισως αυτό να είναι και ο κυριότερος λόγος που αγαπώ τόσο πολύ τις μεγαλουπόλεις, και φυσικά τις δύο μεγαλουπόλεις που έχει η χώρα μας, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Σε τελική ανάλυση, το μόνο πράγμα που με παρηγορεί και καταστέλλει τη φοβία μου για το θάνατο είναι οι άλλοι, οι πολλοί άνθρωποι. Η μοναξιά μέσα στη φύση με πανικοβάλλει.»