Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος

                             Βασίλυ Καντίνσκυ, χειμωνιάτικο τοπίο

Το χιόνι, Κώστας Καρυωτάκης

Τι καλά που ‘ναι στο σπίτι μας τώρα που έξω πέφτει χιόνι!
Το μπερντέ παραμερίζοντας τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι
να σκεπάζει όλα τα πράγματα, δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.
Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστηση μαζεμένη τόση ασπρίλα.
Όμως, κοίτα, τουρτουρίζοντας το κορίτσι εκείνο τρέχει.
Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας, ψωμί λέει πως δεν έχει,
πως κρυώνει, πως επάγωσε…
Έλα μέσα κοριτσάκι,
το τραπέζι μας εστρώθηκε κι αναμμένο είναι το τζάκι!

Χειμώνας, Μίλτος Σαχτούρης
Τι ωραία που μαραθήκαν τα λουλούδια
τι τέλεια που μαραθήκαν
κι αυτός ο τρελός να τρέχει στους δρόμους
με μιά φοβισμένη καρδιά χελιδονιού
χειμώνιασε και φύγανε τα χελιδόνια
γέμισαν οι δρόμοι λάκκους με νερό
δυό μαύρα σύννεφα στον ουρανό
κοιτάζονται στα μάτια αγριεμένα
αύριο θα βγει στους δρόμους και η βροχή
απελπισμένη
μοιράζοντας τις ομπρέλλες της
τα κάστανα θα τη ζηλεύουν
και θα γεμίσουν μικρές κίτρινες ζαρωματιές
θα βγουν κι οι άλλοι έμποροι
αυτός που πουλάει τ’ αρχαία κρεβάτια
αυτός που πουλάει τις ζεστές-ζεστές προβιές
αυτός που πουλάει το καφτό σαλέπι
κι αυτός που πουλάει θήκες από κρύο χιόνι
για τις φτωχές καρδιές


Ο χειμώνας περίλαμπρος, Τάκης Βαρβιτσιώτης

Ο χειμώνας περίλαμπρος
Απλώνεται εδώ χάμου
Σαν ένα σώμα που ξεχειλίζει από άστρα
Σα μια λάμπα που φωτίζει
Ολοσκότεινους δρόμους όπου γυαλίζουν
Αποτυπώματα παγωμένα

Όλα κρυστάλλινα λαμποκοπούν
Όλα περίτρομα φτερουγίζουν
Κι απομένει πάνω στους ώμους μας
Ένας μανδύας από χιόνι
Κι απομένει πάνω στα χείλη μας
Μια λάμψη φιλντισένια

Χειμώνας, Μυρτιώτισσα

Νάτος και πάλι που έφτασεν ο θλιβερός χειμώνας,
μου ψαχουλεύει την ψυχή το παγερό του χέρι…
Χλώμιασ’ η μέρα κι η νυχτιά θα γίνει τώρα αιώνας.
Ώρες θα στέκω ν’ αγρικώ το μανιασμένο αγέρι.

Απόψε, όσοι μου πέθαναν, ξανά θε να πεθάνουν,
τη συνοδεία τη νεκρική θ’ ακολουθήσω πάλι
κι όταν ακόμη μια φορά κάτω απ’ τη γη τους βάνουν
θα κρύψω μες στα χέρια μου τ’ αλλόφρονο κεφάλι.

Ω! Πόσο μόνη θα αιστανθώ στην άδεια κάμαρά μου,
Όταν κι ο ίσκιος των νεκρών π’ αγάπησα, μ’αφήσει…
Με τι λαχτάρα θα το ιδώ το φως Σου ολόγυρά μου,
σα θα ‘ρτει, Θε μου, τη ζωή γλυκά να μου θυμίσει!

Πάνω σε μια Χειμωνιάτικη ακτίνα, Γιώργος Σεφέρης

Α

Φύλλα από σκουριασμένο τενεκέ

για το φτωχό μυαλό που είδε το τέλος·

τα λιγοστά λαμπυρίσματα.

Φύλλα που στροβιλίζουνται με γλάρους

αγριεμένους με το χειμώνα.

Όπως ελευθερώνεται ένα στήθος

οι χορευτές έγιναν δέντρα

ένα μεγάλο δάσος γυμνωμένα δέντρα.

 Β

Καίγουνται τ’ άσπρα φύκια

Γραίες αναδυόμενες χωρίς βλέφαρα

σχήματα που άλλοτε χορεύαν

μαρμαρωμένες φλόγες.

Το χιόνι σκέπασε τον κόσμο.