Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος

Ακολουθούν άλλες ειδήσεις. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Αλβανοί στην Ελλάδα είναι αυτά που πολλοί Έλληνες αντιμετώπισαν στο εξωτερικό. Ξέρουμε πολύ καλά τους λόγους που τους ανάγκασαν να φύγουν από τη χώρα τους. Αναλογίζομαι τα τραγούδια και τα ποιήματα που έχουμε γράψει για την ξενιτιά, την «κακούργα ξενιτιά». Είναι ένα από τα κυρίαρχα θέματα της λογοτεχνίας μας. Είναι μια λέξη που την μελετάμε από παλιά. Αν δεν κάνω λάθος, οι Ικέτιδες του Αισχύλου είναι γυναίκες που ζητούν φιλοξενία. Το ίδιο θέμα έχει το ομώνυμο έργο του Ευριπίδη. Κι όμως, η στάση που κρατάμε απέναντι στους Αλβανούς αφήνει να εννοηθεί ότι το βλέμμα τους δεν μας θυμίζει τίποτε.

Δεν μπορώ να πω ότι ταλαιπωρήθηκα ιδιαίτερα για να βγάλω άδεια παραμονής στη Γαλλία. Δεν αναγκάστηκα να υποστώ παρά τις συνηθισμένες ταπεινώσεις. Ήταν βέβαια άλλοι οι Δεν τον είδα ακόμη τον αδελφό μου. Έστειλε τη Βάσω να με υποδεχτεί στο αεροδρόμιο. Αργήσαμε να προσγειωθούμε λόγω της ομίχλης. Κάναμε βόλτες πάνω από την πόλη και πάνω από τη λίμνη, χωρίς να μπορούμε να δούμε ούτε τη μία ούτε την άλλη. Μόνο κάποια στιγμή ξεχώρισα την κεραμιδένια στέγη μιας πολυκατοικίας. Εδώ οι περισσότερες πολυκατοικίες έχουν τέτοια στέγη, γιατί βρέχει συχνά. Είναι η τρίτη φορά που έρχομαι στα Γιάννενα και φοβάμαι ότι ούτε τώρα θα καταφέρω να δω την πόλη. Ήταν βυθισμένη στην ίδια ομίχλη και στα προηγούμενα ταξίδια μου. Η Βάσω δεν ξέρει αν οφείλεται στη λίμνη, στο υψόμετρο της πόλης ή στο γεγονός ότι είναι περικυκλωμένη από βουνά. Το Μιτσικέλι είναι το ψηλότερο από αυτά. Ελπίζω να μου βρει ο Κώστας την ετυμολογία της ονομασίας του. Τον έχω ρωτήσει επανειλημμένα.

Πήγαμε πρώτα στο σπίτι τους, κοντά στη λίμνη. Θα κοιμηθώ στον καναπέ, στο γραφείο του Κώστα. Η Λένα, η κόρη τους, δεν ήταν εκεί, είδα όμως μια πρόσφατη φωτογραφία της. Δυσκολεύτηκα να την αναγνωρίσω, ίσως επειδή ήταν μακιγιαρισμένη και με κοντά μαλλιά.

—Βγαίνει κάθε βράδυ με παρέες, λέει η Βάσω. Ο Κώστας αρνείται να της βάλει τις φωνές, «Άσ’ την, έχει διακοπές τώρα», λέει. Μα τα ίδια κάνει και το χειμώνα! Δεν διαβάζει. Είδαμε και πάθαμε για να περάσει τη χρονιά.

[…]

Χαζεύω τις καρτποστάλ σ’ ένα περίπτερο. Είναι ο μόνος τρόπος, με τέτοιον καιρό, να δω την πόλη. Βλέπω ένα τζαμί με το μιναρέ του πάνω σ’ ένα βραχώδες ύψωμα προστατευμένο από ένα ημιερειπωμένο τείχος. Σε ορισμένες φωτογραφίες το τζαμί αντανακλάται στα νερά της λίμνης. Βλέπω ένα καλντερίμι με παράγκες σιδεράδων. Δεν αποκλείεται να είναι το δρομάκι απ’ όπου πέρασα πριν από λίγο με τον Κώστα. Υπάρχει ένα νησάκι στη λίμνη. Δεν θ’ αργήσω να το επισκεφθώ, το κοιτάζω όμως κι αυτό προσεκτικά. Είμαι βέβαιος ότι θα το βρω τυλιγμένο στην ομίχλη. Ο Αλή Πασάς καπνίζει ένα τσιμπούκι.

Βασίλης Αλεξάκης, Η μητρική γλώσσα, Εξάντας, 1995, σ. 224-239 & 248-249 & 255.