Γράφει:
ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος
Συγγραφέας, Αρθρογράφος
& Ραδιοφωνικός Παραγωγός
theofanhspap@outlook.com

«Απ’ όλα μπορείς να σωθείς
εκτός από τη νοσταλγία σου
για κάτι πολύ μακρινό
που δεν το θυμάσαι».
Τάσος Λειβαδίτης

Με άρωμα γαζίας η συγγραφέας Δώρα Μεταλληνού μας μεταφέρει μέσα από τις σελίδες του ιστορικού μυθιστορήματος της στην Κέρκυρα του περασμένου αιώνα (1900) σε μια παρέα διανοούμενων όπου αγωνίζονται για το γλωσσικό ζήτημα και την σκλαβωμένη πατρίδα.
«Η εφημερίδα Ακρόπολις άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες τη μετάφραση του Πάλλη. Αυτό ήταν! Οι φοιτητές εισέβαλαν στα γραφεία της εφημερίδας με απειλές ότι θα τα κάψουν όλα, έστειλαν και έκκληση στον πατριάρχη να αφορίσει τον Πάλλη, επακολούθησε μεγάλη συμπλοκή μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων. Δυστυχώς είχαμε οκτώ νεκρούς και εβδομήντα τραυματίες! Φοβερό!»
Η
συντροφιά απαρτίζεται από τους: Λορέντζο Μαβίλη, Κωνσταντίνο Θεοτόκη, Ειρήνη Δενδρινού, Στέλιος Δεσύλλας, Διονύσιος Σγούρος, Γιάννης Μαρτζούκος, Μάρκος Ζαβιτσιάνος, Κώστας Μπαλατσινός και την μικρή Ευγενία όπου με σχετικές αναφορές στην πνευματική αυτή παρέα θα ξετυλίξει και το δικό της προσωπικό κουβάρι. Η συγγραφέας βάζει την Ευγενία να τους τραβήξει μια φωτογραφία για το περιοδικό Νουμάς.
«Κι εκείνη με καρδιοχτύπι κράτησε τη μηχανή να τους τραβήξει αναμνηστική φωτογραφία, έτρεμαν τα χέρια, φούντωσε μεμιάς το πρόσωπο. Όλη η διανόηση του νησιού στεκόταν μπροστά της και πόζαραν για τη φωτογραφία. Παγίδεψε στο δευτερόλεπτο την όμορφη συντροφιά. Όταν κράτησε τον Νουμά μετά από αρκετές μέρες στα χέρια, η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Μέσα στο περιοδικό η φωτογραφία της ομήγυρης.
”Για να θυμόμαστε τη συντροφιά της Κορακιάνας”, είχε γράψει ο Ντίνος.»
Με την εισαγωγή της μικρής ηρωίδας -Ευγενίας- ξεκινά μια διπλή παράλληλη αφήγηση ανάμεσα στους δημοτικιστές της Κέρκυρας του 1900 και την δεύτερη μυθοπλαστική ιστορία που αφορά την ίδια και τον γάμο με τον Στέλιο. Τα χρόνια περνούνε και η Ευγενία μεγαλώνει, «γίνεται» μάνα και αλλάζει ριζικά μα δεν στα σταματήσει ποτέ να αναπολεί εκείνη την παρέα… τότε…
«Έκλεινε τα μάτια και αχνοφαινόταν ένα γλυκό χαμόγελο, επιθυμούσε να την έπαιρνε έτσι ο χάρος μέσα από τις εικόνες εκείνης της συντροφιάς που ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε να θυμάται».
Η Αυγή δεν θα γνωρίσει: «Ούτε ταχταρίσματα, ούτε κανακέματα και φιλιά. Το πλάσμα που ήρθε απρόσκλητο στον κόσμο, μεγάλωνε μακριά από τον κόσμο. Στο εσωτερικό ενός σπιτιού που έσταζε αποστροφή και αηδία. Αργότερα, όταν περπάτησε για τα καλά, άνοιξε η πόρτα και αγνάντεψε τον ήλιο. Κατάματα τον κοίταξε και γέμισαν τα μάτια ρινίσματα από χρυσάφι και βελονιές πόνου».
«Είσαι όμορφη, σεμνή χωριατοπούλα
και στον ανθό της νιότης λουλουδίζεις,
δροσερή και γελούμενη ροδίζεις,
όπως στον ουρανό ροδίζει η αυγούλα
καθώς μες στο τριαντάφυλλο η δροσούλα.
Όποια λάμπει το δάκρυ σου αν δακρύζεις
σα νύφη στο χορό γλυκογυρίζεις
και καμαρώνεις σαν βασιλοπούλα.
Όλοι αντάμα ας φιλούν οι άλλοι μια γριά
φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα
που κλαίει τα μαραμένα της τα νιάτα.
Εγώ σεν’ αγαπώ σ’ ένα αγκαλιάζω.
Αν τη φωνή σου ακούσω αναγαλλιάζω
λιώνομαι στα φιλιά σου τα δροσάτα».
«Μπράβο! Εξαιρετικό!»
«Όπως πάντα μένω άφωνος!»
«Για σταθείτε, αγαπητοί, κρίνω πως δεν έχετε αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται».
«Μα σε κάποια γλυκιά ύπαρξη, είναι γνωστή η προτίμηση του ποιητή μας για το ωραίο φύλο!»
Γέλασε δυνατά ο Λορέντζο.
«Λάθος μεγάλο! Στη Δημοτική γλώσσα αναφέρομαι!»