Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός, theofanhspap@outlook.com

Αυτό το «άγνωστος στρατιώτης» δεν το καταλαβαίνω.
Είναι γνωστός, γνωστότατος,
ρωτήστε τη μητέρα του
κι αφήστε τα γελοία επιγράμματα,
ρωτήστε τη μητέρα του
και γράψτε ένα δισεκατομμύριο ονόματα στα μνημεία σας.
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει , να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

[…]Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδιοι τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία – μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε  δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το’ χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως….»

Απόσπασμα από το Ανάγνωσμα Πρώτο. Οδυσσέα Ελύτη, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1977

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε

Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί

Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·

Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε

Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·

Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά

Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…

Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι

Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν

Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί

Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες

Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα

Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια

Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,

Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό

Ακέρια η γης εσείστηκε κι εβρόντηξε όλη η πλάση –

μια φούχτα άνθρωποι ανίσκιωτοι, μες σε μια φούχτα τόπο,

κάτι σπασμένα μάρμαρα, κάτι φαρδιά πλατάνια,

μόνο μπαρούτι τους το φως και σκάγια τους οι ελιές τους

και δίπλα τους η Παναγιά, κι η Λευτεριά μπροστά τους

να φέγγει απ’ το βαθύ καημό κι απ’ τα πορτοκαλάνθια.

Κι εκεί, στου δρόμου το σταυρό, στο μυστικό δαφνώνα,

να οι Θερμοπύλες έτοιμες, να και το Εικοσιένα,

όρθια τ’ αλέτρια κι οι πηγές, όρθιοι κι οι αποθαμένοι,

η Ελλάδα η μυριοπίκραντη με τα γαλάζια μάτια,

μ’ ένα σταμνί στην κεφαλή, μ’ ένα σπαθί στο χέρι,

κι απάνου στο χωμάτινο σπασμένο κεραμίδι

δυο καρβουνάκια κόκκινα κι ένα κουκκί λιβάνι,

η φλόγα της καλής αντρειάς, του δίκιου ο δυναμίτης –

κι ακέρια η γης εβρόντηξε κι ο κόσμος εφωτίστη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ»