Η μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης της 15ης Αυγούστου, γιορτάζεται με κάθε μεγαλοπρέπεια ανά τη χώρα, εκτός από το πολύπαθο χωριό της Άρτας, το Κομμένο. Για εβδομήντα συνεχή έτη, από το 1943 αυτή την ημέρα οι ντόπιοι κάτοικοι ετοιμάζονται για την επέτειο μνήμης των 317 σφαγιασθέντων κατοίκων από τους στρατιώτες Ναζί, που έγινε στις 16 Αυγούστου 1943.

Η αφορμή για την ανείπωτη θηριωδία, φτηνή και αδικαιολόγητη. Ανήμερα της Παναγιάς ένα γερμανικό τζιπ με δυο γερμανούς στρατιώτες περιπολούσε στα χωριά, πέριξ του Άραχθου. Έξω από το χωριό Κομμένο της Άρτας το στρατιωτικό όχημα εξετράπη και έπεσε μέσα σε αγρό με αποτέλεσμα τον ελαφρύ τραυματισμό των επιβαινόντων στρατιωτών. Με την βοήθεια των κατοίκων που προσέτρεξαν, το αυτοκίνητο επανήλθε στην κανονική του πορεία και επέστρεψε στη Φιλιππιάδα. Εκεί οι δυο στρατιώτες, προφανώς να δικαιολογήσουν  το ατύχημα δήλωσαν πως : «…Μέσα στο χωράφι είδαν έναν ένοπλο αντάρτη και τρόμαξαν, με αποτέλεσμα να χάσουν τον έλεγχο του οχήματος…»

Ο επικεφαλής της Στρατιωτικής μονάδας Φιλιππιάδας, αναφέροντας ιεραρχικά το περιστατικό, έλαβε διαταγή από τον Στρατηγό Χούμπερτ Λάνς των Ιωαννίνων, ‘’να εξαφανίσει το συγκεκριμένο χωριό από το χάρτη’’, ότι δήθεν ήταν κρησφύγετο ανταρτών του ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ. Η εκτέλεση της διαταγής ανατέθηκε στη μονάδα της Φιλιππιάδας με υπεύθυνο  τον Υπολοχαγό Κόβακ. Το τι επακολούθησε ξημερώματα της επομένης δεν το συλλαμβάνει ανθρώπινος νους. Μόλις μαθεύτηκε η εχθρική επιδρομή, πολλοί κάτοικοι έφυγαν για να κρυφτούν  τριγύρω, όπως-όπως. Αλλά το μεγάλο κακό παραμόνευε παντού.

Ο αείμνηστος εθνικός φωτογράφος, Κώστας Μπαλάφας, στο βιβλίο του ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ,1991, περιγράφει  χαρακτηριστικά  τα φρικιαστικά γεγονότα από μαρτυρίες επιζώντων:

«…Ακούγαμε  κι εμείς ντουφεκιές, πολυβόλα, εκρήξεις, φωνές, γίνονταν χαλασμός! Θα ήταν μεσημέρι, όταν κόπασε το κακό και αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο χωριό. Φτάνοντας στα πρώτα σπίτια μας έπιασε ανατριχίλα. Ο παπάς πεσμένος στα σκαλιά της εκκλησίας, αγκαλιά με το ευαγγέλιο και τα άγια άμφια γεμάτα αίματα. Τον σκότωσαν την ώρα που γύριζε στην εκκλησιά μετά το γάμο (σημ. οι γάμοι εκείνο τον καιρό γίνονταν στο σπίτι της νύφης). Παρακάτω ο άλλος παπάς, ο Παπαζώης, σφαγμένος  με μαχαίρι και βγαλμένα τα μάτια του. Όπου να κοίταζες, σκοτωμένοι στο δρόμο, στην πλατεία, στις αυλές των σπιτιών παντού!

Σα φτάσαμε κοντά στο σπίτι που γινόταν ο γάμος, αυτό ακόμα κάπνιζε. Απ’ έξω δεν μπορούσαμε να περάσουμε απ’ τους σκοτωμένους. Δεν είχες που να πατήσεις. Δρασκελήσαμε πάνω απ’ τα πτώματα και αντίκρισα τον πατέρα μου μ’ ένα μικρό παιδί μέσα στα αίματα. Έσκυψα τον αγκάλιασα και λιποθύμησα απ’ το αίμα. Οι άλλοι μέσα ήταν όλοι καμένοι.

Μια βουβαμάρα απλώθηκε σ’ όλο χωριό. Που και που άκουγες κάνα βογγητό από βαριά τραυματισμένο ή κάνα παιδάκι πού ‘κλαιγε ανήμπορα σακατεμένο κι ολομόναχο…»

Όσα χρόνια κι αν πέρασαν καμιά δικαίωση από τους φονιάδες στα θύματα και τους απογόνους τους. Το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων διαχρονικά στις καλένδες, δυστυχώς!