Ένα άγνωστο ταξίδι λένε πως είναι η ζωή. Όλοι είμαστε τουρίστες με τον θεό ταξιδιωτικό πράκτορα, που έχει προνοήσει για τις διαδρομές και τους προορισμούς μας. Όταν μεσιάζει ή κοντεύει το ταξίδι μας χωρίς να το θέλεις, παραμένουν οι μνήμες.

Θυμάμαι  εκείνα τα καλοκαίρια κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς, δίπλα απ’ το ποτάμι του Αγραφιώτη, καταπράσινες οι φτέρες απέναντι στη ζέστη του καλοκαιριού. Βρυσομάνες πότιζαν το διπλανό καλαμπόκι, που πριν μεστώσει ο καρπός του, πρώτα-πρώτα τον δοκίμαζαν τα αγριοπούλια και τα νυχτόβια αγρίμια. Ένα χωράφι η μικρογραφία του κόσμου. Η φύση δουλεύει ακατάπαυστα, ο οργασμός της είναι το δώρο της ζωής για τον άνθρωπο. Πόσο φτωχές οι ειδήσεις σήμερα, φόνοι, βιασμοί, επιδημίες, πόλεμοι! Το ποτάμι όμως θα βρει το δρόμο του για τη θάλασσα ή τη λίμνη αν είναι κοντύτερα, με τον ήλιο να μεσουρανεί ξέροντας την αιώνια διαδρομή του. Που πήγε εκείνη η ξεγνοιασιά δεν τη βρίσκω τώρα, ούτε στα τραγούδια, ούτε στα βιβλία. Που κρύφτηκαν εκείνα τα ξέγνοιαστα, αξέχαστα καλοκαίρια!

Ψέματα λέω, πάλι  με καθήλωσε ο Νίκος Καζαντζάκης, που σε μια σελίδα του βιβλίου του (Αναφορά στο Γκρέκο) περιλαμβάνει όλα τούτα τα απλά: «…Ποτέ δεν άκουσα από γραμματιζούμενο λόγια τόσο βαθιά, όσο από χωριάτες κι από γέρους που τέλεψαν πια το πάλεμα, και τώρα στέκουν ομπρός  από το κατώφλι του θανάτου και ρίχνουν πίσω τους στερνή γαληνεμένη ματιά με τρυφεράδα.

Σ’ ένα βουνό ένα μεσημέρι συνάντησα ένα γέρο, στεγνό, λιγνό, με κάτασπρα μαλλιά με μπαλωμένη βράκα, με τρυπημένα στιβάνια κι είχε περασμένη, καθώς το συνηθούν οι Κρητικοί τσοπάνηδες, τη βέργα του ανάμεσα στους ώμους. Ανηφόριζε αργά, πέτρα την πέτρα και κάθε τόσο στεκόταν  και κοίταζε ώρα πολύ τα βουνά και κάτω χαμηλά τον κάμπο, και πέρα ανάμεσα από μια χαράδρα, μια λουρίδα θάλασσα.

-‘Ωρα καλή παππού! του φώναξα από μακριά.-Τι γυρεύεις εδώ ολομόναχος; -Αποχαιρετώ παιδί μου, αποχαιρετώ… -Ποιον αποχαιρετάς στην ερημιά; Δεν βλέπω κανένα.

Ο γέρος θύμωσε, τίναξε το κεφάλι: -Ποιαν ερημιά; Και δεν θωράς τα βουνά, δε θωράς τη θάλασσα; Γιατί μας έδωκε ο θεός τα μάτια, δεν ακούς πουλιά από πάνω σου; Γιατί μας έδωκε ο θεός τ’ αυτιά; Ερημιά το λες αυτό; Αυτοί ‘ναι εμένα οι φίλοι μου. Τους μιλώ και μου μιλούνε, ρίχνω φωνή και μου αποκρίνονται. Δυο γενεές γύριζα με τη συντροφιά τους, βοσκός, και ήρθε η ώρα να χωρίσουμε. Βράδιασε πια!

-Μα ακόμα είναι μεσημέρι, παππού δε βράδιασε. Κούνησε το κεφάλι του: -Κατέχω τι λέω. Βράδιασε σου λέω βράδιασε… Έχε γεια!

-Εσύ θα βάλεις και το χάρο κάτω, παππού, έκαμα να τον γκαρδιώσω. Γέλασε.

-Μωρέ τον έβαλα κιόλα κάτω κι έννοια σου, τον έβαλα κάτω τον άτιμο, γιατί δεν τον φοβούμαι. Έχε γεια παλικάρι μου, να χεις την ευκή μου!»

Καλό υπόλοιπο καλοκαίρι σε όλους!