Δυο είδη τριχιών χρησιμοποιούσε ο Ευρυτάνας νοικοκύρης. Τις καναβιές για τα ζώα, που τις κατασκεύαζαν από κάναβη ειδικά σχοινοποιεία και τις προμηθευόταν από το εμπόριο (γνωστά ήταν τα σχοινοποιεία των Σαλώνων) και τις μαλλινοτριχιές για τον ίδιο, που τις έφτιαχνε μόνος του, με νήματα από τα μαλλιά των προβάτων.

Τα φορτιάρικα ζώα ήθελαν τις καναβιές τους, στο μπροστάρι του σαμαριού πάντα κρεμόταν η σαμαροτριχιά. Στα άλλα ζώα χρησιμοποιούνταν για να τα δένουν στο χωράφια ή στο παχνί. Οι γελάδες τις είχαν δεμένες και πλεγμένες στα κέρατα και τα λοιπά αργιλέτικα μανάρια δεμένες στα κέρατα ή στο λαιμό και τυλιγμένες στη μέση τους

Για τους ανθρώπους και κυρίως για τις γυναίκες ήταν η μαλλινοτριχιά. Ή γυναίκα ήταν ένα μικρό φορτιάρικο! Απέδιδε την μέγιστη ισχύ της, κουβαλώντας ζαλίγκα 15 έως 25 οκάδες φορτίο, με μεσαίες οδικές συνθήκες σε ανηφόρες, στενοκοπιές και τρόχαλα.

Για ήπιες χρήσεις υπήρχαν οι λεπτότερες καναβιές, που άκουαν στο όνομα καναβίδια και πλεχτά χειροποίητα μάλλινα καναβίδια, που χρησιμοποιούνταν για τροβαδόσχοινα ή για… βρακοζώνες.

Τις μαλλινοτριχιές τις έπλεκαν οι ίδιες οι γυναίκες, κοτσιδόμορφα κι έντεχνα, με πολύχρωμα νήματα από διαλεγμένα μαλλιά προβάτων, όμως παρά ταύτα δεν ήταν εργαλείο υψηλών καταπονήσεων. Τις χρησιμοποιούσαν κυρίως στο ζαλίγκωμα, γιατί ήταν μαλακές και σχετικά χοντρές, με αποτέλεσμα να μην «κόβουν» τον ώμο, εν ώρα εργασίας και δευτερευόντως για ελαφρές προσδέσεις.

Κάθε γυναίκα στις μετακινήσεις της ήταν ζαλιγκωμένη με ξύλα, χόρτα, κλαρίδια κανένα μισογεμάτο τσουβάλι και -κυρίως-ως μικρομάνα με τον τελευταίο καρπό του… έρωτά της να κλαίει ή να κοιμάται μέσα στη σαρμανίτσα, ή άμα μεγάλωνε λίγο τον κουβάλαγε ζαλιγκωμένη, όπως ένα τσουβάλι.

Με τα ελεύθερα χέρια της θα έγνεθε, θα έπλεκε ή θα έσερνε κάποιο ζαβό φορτιάρικο (το ότι καβάλα σ΄ αυτό ήταν ο άντρας της, αποτελεί αστική συκοφαντία για τον Ευρυτάνα νοικοκύρη!). Από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός ήταν μια ασταμάτητη μηχανή. Οι γυναίκες είναι προικισμένες να αντέχουν μέτριες καταπονήσεις σε «απεριόριστο» χρόνο!

Στο χωράφι με τη μαλλινοτριχιά έδεναν τα ζημιάρικα αργιλέτικα λιανώματα, αν δεν υπήρχε πρόχειρο καννάβινο λητάρι ή το παιδί στη ρίζα κανενός δέντρου. Αν ήταν μωρό το έβαζαν στη σαρμανίτσα, την οποία κρέμαγαν με την μαλλινοτριχιά από κάποια γερά κλωνάρια δέντρων.

Για το παιδί η μαλλινοτριχιά μπορεί να ήταν τα δεσμά του στο ζαλίγκωμα ή στην παιδοφύλαξη μετ΄ αιχμαλωσίας, ήταν όμως και εργαλείο μιας ευχάριστης κούνιας και άλλων αυτοσχέδιων παιγνιδιών.

Η μαλλινοτριχιά δεν έλλειπε από κανένα σπίτι. Τυλιγμένη, ξετύλιχτη ή κάπου εν χρήσει μπορούσε να βρεθεί σ΄ οποιοδήποτε σημείο.

Μια μέρα η Κωστάντω βγήκε σκούζοντας στην αυλόπορτα. Μαζεύτηκαν οι γειτόνισσες και μάθανε ότι ένα τεράστιο παρδαλό φίδι ήταν στο υπόγειο της. Συσκέφτηκαν και η πιο τολμηρή αποφάνθηκε: «Εγώ θα μπω μέσα στο υπόγειο, γιατί το φίδι αυτό είναι καλό, είναι σπιτόφιδο και προστάτης του σπιτιού». Άνοιξε την πόρτα και είδε μια παρδαλή ξετύλιχτη μαλλινοτριχιά πεταμένη στο πάτωμα.

Τώρα η Κωστάντω πέθανε, τα σπιτόφιδα εξαφανίστηκαν, οι δεισιδαιμονίες όμως άλλαξαν μορφή και περιεχόμενο. Πρώτα θα εξαφανιστεί το ανθρώπινο είδος και μετά αυτές.