Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Η σχέση των Ευρυτάνων με τη σφεντόνα είναι πανάρχαια, παρά του ότι ο πρώτος μας βασιλεύς και γενάρχης ο Εύρυτος –όπως φαντασιοκοπεί η επιχώρια ιστοριοδιφία – ήταν δεινός τοξοβόλος. Ο αρχαίος συγγραφέας Έφορος γράφει οι Αιτωλοί –εξυπακούεται και οι Ευρυτάνες- ήταν όχι μόνο άριστοι ακοντιστές, αλλά και δεινοί σφεντονιστές, μάλιστα θεωρούνται και οι εφευρέτες της σφενδόνης, ως πολεμικό όπλο. Ιστορικά δεύτερος πολεμικός σφενδονιστής ήταν ο Εβραίος βασιλιάς Δαυίδ, που όντας ακόμα τσοπάνος σκότωσε με τη σφεντόνα του το θηριώδη Γολιάθ. Τρίτος και τελευταίος είναι ο ανάπηρος Παλαιστίνιος μαχητής της αναρτημένης φωτογραφίας, που σήμερα με τη σφεντόνα του πολεμάει τους απογόνους του Δαυίδ, που εποίκισαν και σκλάβωσαν τη χώρα του.Όπως μας το λέει το στιχούργημα του Γ. Σαντάρμη:

«Η Μπουμπουρίνα η Νίκαινα τραχιά τραχιά σφυρίζει,

να φύγουν απ΄τα κήπια της, στρουθιά και κισσοπούλια,

όμως στρουθί δεν πέτεται, κίσσα δε φτερουγίζει,

τα καλαμπόκια είναι λειψά και λίγα τα φασούλια.

Σφεντόνα αδράχνει η Νίκαινα, περνά πέτρα στη φόλα

και τη συχνο-στριφογυρνά κι ολόισια την πετάει,

προγκάνε τ’ άγρια πουλιά και τα βλαχότσιωνα όλα

και τα χουγιάζει πίσω αυτή κι όλο τα χουχουτάει».

κι απ΄ ότι ξέρω, η βασιλεία της σφεντόνας έληξε στο Μεσοπόλεμο και τη θέση της πήρε το γνωστό σε όλους μας παιδικό παιγνίδι και όπλο το «λάστιχο». Είναι και τούτο μια νίκη της νεωτερικής μας κοινωνίας απέναντι στον μέχρι χτες ακμαίο γεωργικό μας πολιτισμό. Βέβαια μπορεί το λάστιχο να υποκατέστησε και να ξεπέρασε σε δυνατότητες και ευκολίες την πανάρχαια σφενδόνη, όμως κράτησε τ΄ όνομά της πλάι στο νέο του όνομα. Η αρχαϊκή σφεντόνα και το μοντέρνο λάστιχο χρησιμοποιούν το ίδιο βλήμα, ίσως λίγο μεγαλύτερο η σφεντόνα, δηλ. μια στρόγγυλη μικρή πέτρα. Το όπλο στα χέρια του πολεμιστή ή του κυνηγού ή του σκοπευτή, αποθηκεύει ενέργεια «κινητική» στη σφενδόνα και «δυναμική» στο λάστιχο, την οποία μεταδίδει στη πέτρα-βλήμα που την ξοδεύει ως κινητική, κι αν ο κυνηγός είναι εύστοχος την χωνεύει ευφροσύνως ως γαστριμαργική! Το φθινόπωρο, με τις οπώρες να φθίνουν στα δέντρα και την απόκοσμη φωτεινή του θαλπωρή, ήταν η αισθαντικότερη εποχή των κυνηγιών, γιατί ο κυνηγός θήρευε και άμεσα καταναλώσιμα τερψιλαρύγγια φρούτα, θεραπεύοντας έτσι την ακόρεστη πείνα του. Ο άντρας μεγαλύνεται ως τέτοιος αρχίζοντας το κυνήγι. Αλίμονο στο αρσενικό -λέω εγώ ο οικολόγος!- που δεν ξεκίνησε με το λάστιχο ως κυνηγός πουλιών και άλλων θηραμάτων και δυο φορές αλίμονο, αν δεν συνέχισε μετά ως κυνηγός αισθησιακών θηραμάτων παντός τύπου (ωραίων τε και άσχημων). Η σφεντόνα στα χέρια ενός παιδιού είναι ένα ευχάριστο κυνηγετικό παιγνίδι, που τον προγυμνάζει για το επικινδυνότερο όλων των παιγνιδιών, που παίζει το παιδί το οποίο ισοβίως κρύβει μέσα του ο κάθε άντρας -ο σωστός- και που είναι η γυναίκα, όπως μας το επιβεβαιώνει ο μεγάλος Νίτσε.