Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

«Έχω πολλά παράπονα και θα τα φάει το χώμα» τραγουδάει, ο κάθε βασανισμένος και μη, του δημοτικού ρεπερτορίου. Ο τσοπάνος για να σβήσει το… ιερό πάθος των μουσών και βέβαια τα σεκλέτια του για τις βοσκοπούλες, που κυκλοφορούσαν γύρω του, λεύτερες κι… απείραχτες, έπαιρνε ένα καλάμι ή το μεγάλο κόκαλο από τις φτερούγες του αετού, του έφτιαχνε έξι με εφτά τρύπες δηλ. το κούρδιζε στο μέτρο των χεριών του και στο πάθος της ψυχής του και διαλαλούσε στη βλαχουργιά, στα βουνά και στα λαγκάδια τον πόνο του και τους καημούς του, τις αγωνίες και τις λαχτάρες του.

Είπανε μια φορά στον πατέρα ενός φλογερολάλη τσοπάνου:

O γιος σου παίζει ωραία φλογέρα.

Κι αυτός τους απάντησε:

-Ορέ καλά παίζει, αλλά να μην έχανε και τα πρόβατα!

Όλα αυτά τα γράφω μάλλον να θεραπεύσω τον –όποιο- δικό μου λυρισμό, παρά για να αποτυπώσω μια ιστορική πραγματικότητα, γιατί εξ όσων «ακήκοα και εώρακα» οι πλαγιές και τα φαράγγια δεν αντιλαλούσαν από φλογερολαλήματα και τραγούδια, γιατί όλοι αγκομαχούσαν στη σκληρή μάχη της επιβίωσης κι ο έρωτας τους κρυβόταν στα σκοτεινά φαράγγια και στα μύχια φυλλοκάρδια τους, στις τσοπάνικες κραυγές και στις ανάκουστες αρμονικές των τραγουδιών τους.

Όλοι, θα έλεγα, χρησιμοποιούσαν τη φλογέρα μάλλον εμπαικτικά παρά κολακευτικά. «Μυαλό φλοέρα» έλεγαν για κάποιον μυαλοκομμένο και «φλοερούλας» τον παραγκώμιαζαν. Παρά ταύτα πίσω απ΄ αυτά κρυβόταν ο στίχος του Σεφέρη:

«Αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδι αυλού»

Αυτό θα έλεγα είναι το παράπονο της φλογέρας -και το δικό μου μαζί- εδώ πάνω στα βουνά που ανδρώθηκα. Παρεμπιπτόντως θα ήθελα να αναφερθώ σε δυο βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά των αυλωτών οργάνων, που δεν έχουν περιστόμιο και ακούνε στο γενικό όνομα φλογέρες:

α) Το κούρντισμα, που έχει να κάνει με τις αποστάσεις των οπών μεταξύ τους. Αυτές προσδιορίζουν: τεχνικά το «ύψος των σκαλιών» της μουσικής κλίμακας, και καλλιτεχνικά τους μουσικούς δρόμους και το άκουσμα των τραγουδιών. Οι πρακτικοί λαϊκοί οργανοπαίχτες δεν υποδιαιρούσαν το διάστημα της ογδόης σε καθαρούς τόνους και ημιτόνια (όπως στην ευρωπαϊκή μουσική) αλλά σε διαστήματα τέτοια που αποδίδονταν καλύτερα ο δημοτικός σκοπός και άρεσαν στο αυτί και την ψυχή του «φλογερολάλη»

β) Το μήκος του οργάνου προσδιορίζει την συχνότητα των μουσικών φθόγγων, δηλ. την κλίμακα του τραγουδιού και ονοματίζονταν, ανάλογα με το μήκος τους, σε τρία είδη, όπως περίπου και τα κλαρίνα. Έτσι είχαμε:

i. καλάμι. Ήταν ο μικρότερος ποιμενικός αυλός με το πιο υψίσυχνο άκουσμα με μήκος μια έως μιάμιση σπιθαμή οι κοινώς λεγόμενες φλογέρες και μπορούσε να είναι: Ξύλινo, μπρούτζινo ή νάι, καλαμένιo και κοκάλινo (συνήθως από φτερούγα αετού).

ii. ντραβίρα. Είχε μήκος το πολύ μέχρι μισό μέτρο και φυσικά πιο μπάσο άκουσμα από το καλάμι. Ανάλογα με το υλικό κατασκευής της διακρινόταν σε: ξύλινη μπρούτζινη

iii. τζαμάρα. Είχε μήκος κοντά στο ένα μέτρο και την έφτιαχναν με κάνες από παλιά όπλα). Ήταν ο πιο βραχνός (μπάσος) ποιμενικός αυλός.

Το σουραύλι ήταν αυλός με περιστόμιο στο οποίο παραγόταν το σφύριγμα. Αυτό στη συνέχεια με τις τρύπες του καλαμιού, όπως στις φλογέρες και τα δάχτυλα του φλογερολάλη μετατρεπόταν σε μαγικές ποιμενικές μελωδίες. Σουραύλια είναι οι σημερινές φλογέρες των μουσικών και οι φλογέρες των τουριστικών ειδών.