«Ακούμε: δε θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας.

Γονάτισες, δε μπορείς άλλο να τρέχεις.

Κουράστηκες, δε μπορείς πια να μαθαίνεις καινούργια.

Ξόφλησες: Κανείς δε μπορεί να σου ζητήσει να κάνεις πια τίποτα.

Μάθε λοιπόν: εμείς το ζητάμε.

Σαν κουραστείς κι αποκοιμηθείς κανείς δε θα σε ξυπνήσει πια να πει:

σήκω το φαΐ είναι έτοιμο.

Γιατί να υπάρχει έτοιμο φαΐ;

Σαν δεν μπορείς άλλο να τρέχεις, θα μείνεις ξαπλωμένος.

Κανείς δε θα σε ψάξει για να πει: “έγινε επανάσταση, τα εργοστάσια σε περιμένουν”.

Γιατί να ’χει γίνει επανάσταση;

Όταν πεθάνεις θα σε θάψουν, είτε φταις που πέθανες, είτε όχι.

Λες: πολύν καιρό αγωνίστηκες. δε μπορείς άλλο πια ν’ αγωνιστείς.

Άκου λοιπόν: είτε φταις, είτε όχι σαν δεν μπορείς άλλο να παλέψεις θα πεθάνεις.

Λες: πολύν καιρό ήλπιζες, δεν μπορείς άλλο πια να ελπίσεις. Ήλπιζες τι;

Πώς ο αγώνας θαν’ εύκολος;

Δεν είν’ έτσι. Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες.

Είναι τέτοια που: αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο δεν έχουμε ελπίδα.

Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει θα χαθούμε.

Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.

Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του, οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.

Οι κουρασμένοι, χάνουν τη μάχη»

Μπέρτολτ Μπρεχτ: Κουράστηκες

Μόνο αυτό μου ήρθε στο νου τούτη τη δύσκολη ώρα. Είναι η ώρα της επιλογής. Είναι πάντα τόσο δύσκολη η επιλογή αναρωτιέμαι; Πρέπει να είναι τόσο δύσκολη; Κι όμως δεν είναι. Είναι ξεκάθαρη η επιλογή. Δεν είναι εύκολη και συχνά δεν είναι ευχάριστη, είναι όμως ξεκάθαρη.

Επιλέγω την καθαρότητα.

Επιλέγω την τιμιότητα.

Επιλέγω την αξιοπρέπεια.

Επιλέγω το καλό, όχι το προσωπικό μου, αλλά το κοινό, αυτό που είναι για όλους.

Επιλέγω το σωστό και το δίκαιο.

Επιλέγω το αηδόνι που κελαηδά αυτή τη στιγμή έξω από το παράθυρό μου και ας το χτυπάει η βροχή. Τι είναι άλλωστε μια τόσο μεγάλη άνοιξη χωρίς λίγη βροχούλα.

Κουράστηκες, ε; πρόσεχε τι θα επιλέξεις. Ήρθε η ώρα…