Φερμένο σαν ανάμνηση από τα νεανικά καλοκαίρια στο Ηρώδειο και στα θεατράκια της Αττικής. Δεν έπρεπε να χαθεί καμιά συναυλία του Μαρκόπουλου, λες και μέσα από τα τραγούδια του λέγαμε τα ξόρκια για να εξαγνίσουμε το αύριο που ήταν τότε μπροστά μας…

Ακόμα και στο τραγούδισμα της Λένγκω, λες και δεν ακούγαμε για τους ίσκιους τους μακρινούς και το κοριτσάκι που το ντύσανε γριούλα κι απ’τα κουρέλια που φαινότανε οι πληγές…

Τραγουδούσαμε δυνατά με την ομορφιά της νιότης, ζητώντας τα χάδια και τα φιλιά της μάνας Λένγκως, της μάνας πατρίδας, με σιγουριά ότι φίλοι θα βρεθούμε όλοι μαζί…

Σήμερα είκοσι χρόνια μετά η ‘Λένγκω’ ακούγεται σαν ικεσία στην κυρά μάνα μας, ακούγεται σαν προσευχή μην τύχει και της βρεθεί μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά…

Στην κυρά μάνα μας μη δίνετε βοήθεια

ούτε μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά

γιατί θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της

κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά

κι αν δέρνει κάθε που γουστάρει τα παιδιά της

θα καταντήσουνε εμπόροι δουλικοί

τα νιάτα χάνονται στα βρόμικα σοκάκια

για να μετρήσουν με το μπόι τους τη γη

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω

πάψε να με κυβερνάς

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω

πάψε να με τυραννάς

Κι αν θέλω τώρα να ακούγεται η φωνή μου

με πιάνει τρόμος από ίσκιους μακρινούς

χρυσάφι μοιάζει η συντροφιά σου στη ζωή μου

κι η ομορφιά σου μου γιατρεύει τους καημούς

ρε μπάρμπα κάτσε να μας πεις μια ιστορία

πως ήταν τότες η μανούλα μας παλιά

έπεφτε ξύλο σαν γινόταν φασαρία

ή σας νανούριζε με χάδια και φιλιά

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω

μου σπαράζεις την καρδιά

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω

μου πληγώνεις τη χαρά

Κι ο μπάρμπας τότε σοβαρεύτηκε λιγάκι

τη κούτρα ξύνει και παράγγειλε καφέ

η μητέρα είπε ήταν ένα κοριτσάκι

που ορφανό μάζευε άνθη σε μπαξέ

τ’άνθη στόλιζαν το αγέρωχο κεφάλι

μα όταν κοιμόταν πάλι πέφτανε στη γη

κι από τα λούλουδα που ο χάρος είχε βάλει

εμένα κράτησε να βλέπω τη ζωή

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω

μου’χεις φάει την ψυχή

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω

φίλοι θα βρεθούμε όλοι μαζί

Αυτή παιδιά μου ήταν τότες η μανούλα

ο κήπος ύστερα εγέμισε ληστές

το κοριτσάκι μας το ντύσανε γριούλα

κι απ’τα κουρέλια φαινότανε οι πληγές

κι αν μας χτυπάει με μανία και φωνάζει

τη βάζουν άλλοι με συμφέροντα πολλά

το όνειρο που φεύγει τη τρομάζει

να αναζητάει μια χαμένη ελευτεριά

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα

στο καμίνι της φωτιάς

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα

πες μας πάλι τι ζητάς