(Μέρος Β’)

Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Τα κουδούνια ήταν τα βασικότερα όργανα της ποιμενικής ορχήστρας. Όπως στα τυπικά μουσικά όργανα όταν ξεσυντονιστούν γίνεται το κούρδισμα,έτσι και στα κουδούνια όταν γίνουν «κλωτσοκούδουνα», δηλαδή από τη χρήση αλλοιωθεί η ακουστικότητά τους, γίνεται το κάλιασμα. Σφυρηλατούσαν με τις ώρες το κουδούνι, ώσπου ένα ασκημένο αυτί να το ενορχηστρώσει με τα άλλα κουδούνια. Τέχνη πάρα πολύ δύσκολη, την οποία έκαναν μόνο οι διαλεχτοί κι οι μερακλήδες, που ήθελαν να συνταιριάσουν τη μουσική κλίμακα του ποιμνίου τους με την «ουρανοδρόμο» της ψυχής τους. Αυτά άκουσε ο Ρίτσος κι έγραψε: «κουδούνια και βελάσματα μυρτιές και παπαρούνες», αυτά -και άλλα- είδε και άκουσε ο Μπετόβεν κι έγραψε την αξεπέραστη «Ποιμενική συμφωνία» …ανώτερη κι από το «Σκάρο». Τα φτηνιάρικα κουδούνια ή τσοκάνια λέγονταν αντιστοίχως γυφτοκούδουνα ή τουρκοτσόκανα. Ένα σημαντικό εξάρτημα των κουδουνιών είναι το γλωσσίδι ή βαρίδι. Κουδούνι ή τσοκάνι που χανόταν το γλωσσίδι του λεγόταν «κουφοτσόκανο». Τούτο το πρόσδεναν στο εσωτερικό κρίκο (βαστάκι) του κουδουνιού παρεμβάλλοντας μεταξύ κρίκου και γλωσσιδιού ένα ψίδι (κομμάτι δέρματος). Το γλωσσίδι συχνά χανόταν και το τσοκάνι μετατρεπόταν σε «κουφοτσόκανο». «Έπεσε το βαρίδι, σώπασε το τσοκάνι» έλεγαν παροιμιακώς. Ένα ιδιότυπο κουφοτσόκανο ήταν το βουλωμένο τσοκάνι μ΄ ένα ματσάκι χόρτα, πράγμα, που γινόταν στις παράνομες βοσκές, Τελική φάση της κουδουνολογίας ήταν το κρέμασμα των κουδουνιών στο λαιμό των ζώων. Κρεμούσαν κουδούνια σε όλα τα ζώα ελευθέρας βοσκής, εκτός από τα βαρβάτα τον καιρό των ερώτων. Στον αισθησιακό τους στροβιλισμό, από τις τόσες οργάζουσες κατσίκες και προβατίνες, αν τους φορούσαν κουδούνι αποτρελαίνονταν. Όμως υπάρχει και κρέμασμα κουδουνιών στους ανθρώπους, το οποίο ήταν τριών ειδών: α) το προσβλητικό όταν επρόκειτο για διαπόμπευση και ως απειλή κυκλοφορούσε -και κυκλοφορεί- παροιμιακώς: «θα σου κρεμάσουνε κουδούνια». β) το εορταστικό που ήταν το κρέμασμα κουδουνιών στις παγανιστικές γιορτές των Φώτων και της Αποκριάς, καθώς επίσης υπήρχαν -και υπάρχουν- τα ιερά μικρά κυπρέλια και γουργουρέλια, που δοξολογούνται και καθαγιάζονται κρεμασμένα στα θυμιατά των εκκλησιών ή στις λαμπρές στολές των δεσποτάδων. γ) επίσης υπάρχει και το τιμητικό κρέμασμα, με δίσημη αντιφατική σημασία, που γίνεται όταν κάποιος καταλαμβάνει μια θέση εξουσίας. Η φράση «του φόρεσαν το κουδούνι» είναι ισότιμη της άλλης… τιμητικής: «πήρε την κουτάλα». Τα εργαλεία για το κρέμασμα μπορεί να ήταν ένα πρόχειρο σχοινί ή λουρί, συνήθως για τα μικρά κουδούνια, ή επαγγελματικό που ήταν οι ξύλινες κουλούρες και τα πρατοστέφανα. Ο κάθε προκομένος τσοπάνος είχε μια μεγάλη γκάμα από πρατοστέφανα, και γιδοστέφανα, μονοκλείδωτα και διπλοκλείδωτα, γιδόζευλες κι αναποδοστέφανα, τα οποία εποίει στις ατέλειωτες ώρες της βοσκής. Περνούσε λοιπόν στην τρύπα του στεφανιού το βαστάκι του κουδουνιού, το ασφάλιζε με τη λαμαρινένια «κλάπα» και για να μην τροχιέται σίδερο με σίδερο, έβαζε ανάμεσα ένα πετσάκι ή ψίδι ή «ψαλίδα» (κομματάκι δέρματος από παλιοπάπουτσο). Τα γελαδοτσόκονα και τους μουλαρόκυπρους, επειδή οι… φέροντες λαιμοί ήταν χοντροί, χρησιμοποιούσαν αλυσίδες στις οποίες αυτά προσδένονταν όπως στα γιδοπρόβατα. Όλα τα περιλαίμια των κουδουνιών (στεφάνια, αλυσίδες κ.λπ.), όπως μας πληροφορεί ο Φ. Κουκουλές, οι Βυζαντινοί τα έλεγαν «περιτραχήλια» = περί τον τράχηλον, απ΄ όπου μας προέκυψαν τα πετραχήλια των παπάδων και οι… «λαγοί με τα πετραχήλια» κατά τη γνωστή παροιμία.