Πριν από λίγο καιρό έβλεπα στην τηλεοπτική ‘όαση’, στην ΕΡΤ, την εκπομπή ‘Μονόγραμμα’ που επί πολλά χρόνια έχει καλεσμένους μεγάλες προσωπικότητες του πνεύματος, των γραμμάτων και των τεχνών της χώρας.

Αυτή τη φορά πέτυχα μια εκπομπή σε επανάληψη, με καλεσμένη τη σπουδαία ζωγράφο, συγγραφέα, εικαστικό, γραφίστρια κά, Σοφία Ζαραμπούκα και με μεγάλο ενδιαφέρον παρακολούθησα ολόκληρη την εκπομπή. Η κα Ζαραμπούκα αφηγούνταν τα διάφορα στάδια της ζωής της και της τέχνης της και όταν μίλησε για την πορεία της στο εξωτερικό και τις σπουδές της σε Αμερική, Γαλλία κλπ, απάντησε στην ερώτηση γιατί επέστρεψε στην Ελλάδα αφού είχε ξεκινήσει να δουλεύει και θα είχε μια μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό. Η απάντησή της; Αποστομωτική: «Γύρισα στην Ελλάδα για το νεραντζάκι… Ναι για το γλυκό νεραντζάκι… για το λαό που το τίποτα το κάνει ένα θαύμα!»… «Βέβαια, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε και το αντίστροφο στη χώρα μας, το θαύμα που έχει η Ελλάδα να το καταστρέφουμε…».

Είναι τόσο σπουδαία αυτή η διαπίστωση για το λαό μας. Για την ακρίβεια και οι δύο παραπάνω διαπιστώσεις…

Μεγαλώσαμε με τους παππούδες μας και κάποιοι και με γονείς τέτοιους, που την άγρια γη τη δάμαζαν με πολύ μόχθο αλλά και με πείσμα και με μια πηγαία χαρά, για να ζήσουν τα παιδιά τους και να τα κάνουν χρήσιμους ανθρώπους. Μάζευαν όλους τους καρπούς άγριους, ήμερους, πικρούς, γλυκούς και τους μετασχημάτιζαν στο πιο εκλεκτό έδεσμα, όχι μόνο για να καλύψουν την πείνα τους αλλά για να γευτούν και κάτι πιο εκλεπτυσμένο που θα τους δώσει την αίσθηση της πολυτέλειας στην απλή τους ζωή. Το γλυκό του κουταλιού αποτελούσε ένα τέτοιο εκλεκτό προϊόν που σήμερα το πουλάμε για ντελικατέσεν και το ζητάν από ολόκληρο τον κόσμο. Γιατί παρόλο που δεν έχει περίπλοκα και εξεζητημένα υλικά, το αποτέλεσμα είναι ισάξιο της πιο απαιτητικής γαστρονομίας. Η εξυπνάδα, δε, των Ελληνίδων να πάρουν ένα πικρό και κατά τα άλλα ‘άχρηστο’ φρούτο που δεν τρώγεται και να το βάλουν σε νερό να το ξεπικρίσουν επί μέρες κι έπειτα να φτιάξουν αυτό το υπέροχο γλυκό, όντως είναι το κάτι άλλο.

Τρανταχτό παράδειγμα επιβίωσης με το ‘τίποτα’ είναι φυσικά οι Ευρυτάνες που έσκαψαν κάθε σπιθαμή ίσιας γης στα βουνά, κουβάλησαν πέτρες με τα χέρια τους για να φτιάξουν αναβαθμίδες σε όλες τις πλαγιές και τα ρέματα, ώστε να φυτέψουν σιτάρι, λαχανικά και κανένα δέντρο για να ζήσουν τις πολυμελείς φαμίλιες τους και ό,τι μπορούσαν να το πηγαίνουν σε κάποια αγορά να το πουλήσουν για να πάρουν κανένα ζευγάρι παπούτσια σε ένα κάθε φορά από τα πολλά παιδιά.

Αυτή τη δύναμη που κουβαλάει το γονίδιό μας το Ευρυτανικό, να πιάνουμε την πέτρα και να τη στύβουμε, την ικανότητα να επιβιώνουμε σε όλες τις αντιξοότητες και να θριαμβεύουμε, δυστυχώς τη χάσαμε σε μεγάλο βαθμό. Αυτό φαίνεται από τη γενική εικόνα της Ευρυτανίας σήμερα αλλά και από το ποιους εκλέγουμε να κυβερνάνε το μικρό μας τόπο (και πανελλαδικά…), από το πώς τους αφήνουμε να ποδοπατάνε την αξιοπρέπειά μας γιατί μας έταξαν, όχι μια θεσούλα στο δημόσιο πια, αλλά ένα αρνί να φάμε αν κερδίσει η τοπική ποδοσφαιρική ομάδα, μια δεκάδα βρακιά, ένα πενηντάευρω ή μια μικροεξυπηρέτηση. Αυτό φαίνεται από την ανοχή μας απέναντί τους όταν τους πιάνουν να παρανομούν, να βρίζουν, να αδικούν, να παρεκτρέπονται και τη σιωπηρή συνενοχή μας για μη θίξουμε την παγιωμένη εξουσία της ποδοπάτησης. Έχω μόνο να πω ότι αν ζούσαν οι παππούδες μου κάθε φορά που θα έφτανε κάποιος από αυτούς συνάμενος κουνάμενος στα καφενεία προεκλογικά, θα έφευγαν με ‘κατεβασμένα τα αυτιά’ όχι γιατί ήταν αγροίκοι κι έκαναν τσαμπουκάδες αλλά γιατί τους ζητούσαν τα ρέστα αν δεν έκαναν τίποτα από αυτά που έταζαν για τον τόπο, γιατί δεν ήταν υποτακτικοί κανενός. Σήμερα τους καλοδέχονται με την πρέπουσα… υποταγή και κανένας δεν μιλάει μήπως και θιχτεί ο κάθε ‘Γκρούεζας’ και ο κάθε επίδοξος ‘Γκόρτζος’.

Και κάπως έτσι παίρνει η χώρα μας το θαύμα και το καταστρέφει, χωρίς πολλή σκέψη και μάλλον χωρίς πολλές πολλές τύψεις.