(απόσπασμα)

Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος

Ανάμεσα εις συντρίμματα καί ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων εν μέσω αγριοσυκών, μορεών μέ ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν πρός μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν τής νήσου, όπου τήν νύκτα επόμενον ήτο νά βγαίνουν καί πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τόν ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις τήν ερημίαν, θρηνούσαι τό πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των εις τόν επάνω κόσμον ― εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος τής Παναγίας τής Πρέκλας. Δέν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δέν υπήρχε στέγη καί άσυλον, εις όλον τό οροπέδιον εκείνο, παρά τήν απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε, καί εις τό προαύλιον τού ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον, καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών τήν ξυλείαν, όσην ηδυνήθη νά εύρη, καί τινας λίθους από τά τόσα τριγύρω ερείπια, διά νά στεγάζεται προχείρως εκεί καί καπνίζη ακατακρίτως τό τσιμπούκι του, μέ τόν ηλέκτρινον μαμέν, έξω τού ναού, ο φιλέρημος γέρων.

Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τόν τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού τού γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τά εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι τού Τουνεζίου, επανωβράκι* τσόχινον, μέ ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν μέ ηλέκτρινον μαμέν, καί κρατών μέ τήν αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δέν ήτο καί πολύ γέρων, ώς πενηνταπέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από τήν αρχαιοτέραν καί πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν τού τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός τήν μέσην, μελαχροινός, μέ αδρούς χαρακτήρας τού προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τά μουσικά, τά τε εκκλησιαστικά καί τά εξωτερικά, υπήρξε δέ μέ τήν χονδρήν αλλά παθητικήν φωνήν του ψάλτης καί τραγουδιστής εις τόν καιρόν του μέχρι γήρατος.

Τήν Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, τήν είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τά είκοσι πέντε έτη, καί είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς καί τρείς θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τόν ουδόν τού γήρατος, δέν συνέζη πλέον μαζί της.

Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τά τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί καί δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή καί συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός καί θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός, υπέρ τό έτος διαρκέσας. Μετά τόν χωρισμόν, δευτέρα συνδιαλλαγη. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ τών συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει ήδη από τριών ετών καί ημίσεος. Δέν ήτο πλέον φόβος νά γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτον υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.

* *

Τήν εσπέραν εκείνην, τής 13 Αυγούστου τού έτους 186… εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω τού ναΐσκου, εις τό προαύλιον, έμπροσθεν τής καλύβης τήν οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε τό τσιμπούκι του, κ᾿ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τόν λουλάν ανέθρωσκε καί ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις τό κενόν, καί οι λογισμοί τού ανθρώπου εφαίνοντο νά παρακολουθούν τούς κύκλους τού καπνού, καί νά χάνωνται μετ᾿ αυτών εις τό αχανές, τό άπειρον.