Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας


Στην αποχή της «αφθονίας» είχαμε ξεχάσει τα καυσόξυλα. Ο «μαύρος χρυσός» μας έκλεψε τις καρδιές μας. Όμως μαζί με τ΄ άλλα κακά της κρίσης μας ήρθανε κι αυτά. Άλλοι μετέτρεψαν τις κεντρικές του θερμάνσεις τοποθετώντας ξυλολέβητες, άλλοι ενεργοποίησαν τα τζάκια τους και άλλοι έβαλαν ξυλόσομπες. Ο «πράσινος χρυσός» των ορέων μας έδωσε την απάντηση στους σεΐχηδες του πετρελαίου.
Όμως εμφανίστηκε στην πόλη μας, το άγνωστο σε μας φαινόμενο της αιθαλομίχλης. Στα μεγάλα κρύα αναθεματίζουμε την ώρα και τη στιγμή που αναπνέουμε.
Από τους τουρίστες μας που έρχονται για να πάρουν καθαρό αέρα, επιβιώνουν όσοι προνόησαν να έχουνε πάνω τους αντιασφυξιογόνο μάσκα και μεις οι παλιότεροι ζούμε στιγμές βουκολικού μεγαλείου, όταν ντούχνιαζε το σπίτι από τον καπνό που μας γύριζαν πίσω οι ανάποδοι αγέρηδες.
Το μόνο θετικό της σημερινής κατάστασης, σε σχέση με την παλιά, είναι ότι δεν σπάμε τα κόκκαλά μας για να κόψουμε και να μεταφέρουμε τα καυσόξυλα. Τα αλυσοπρίονα και οι γερανοί είναι οι ευεργέτες μας, μόνο που απαιτούνται χρήματα.
Ξυλοκόπος γενικά είναι αυτός που κόβει ξύλα. Υπό αυτήν την έννοια στα χωριά όλοι ήταν ξυλοκόποι, κανένας όμως δεν… έσωσε καμμιά Κοκκινοσκουφίτσα. Όταν λέμε ξυλοκόπος, με τη στενή έννοια, συνήθως εννοούμε αυτόν που κόβει καυσόξυλα. Οι άλλοι που κόβουν κούτσουρα για τη λεγόμενη χρήσιμη ξυλεία (για πάτερα, σανίδια, καδρόνια κ. λπ.) είναι οι υλοτόμοι.
Στα χωριά δεν υπήρχαν επαγγελματίες ξυλοκόποι δηλ. που να κόβουν και να εμπορεύονται καυσόξυλα. Ο κάθε ένας που ήθελε να ζεσταθεί το χειμώνα έκοβε μόνος του τα καυσόξυλα. Περίπου 60 φορτώματα χρειαζόταν ένα νοικοκυριό για να καλύψει στοιχειωδώς τις ανάγκες του.
Από το κάθε υλοτομούμενο δένδρο μόνο τα φύλλα και οι ρίζες πήγαιναν χαμένα.
Ο κορμός και τα χοντρά κλωνάρια έδιναν τα κούτσουρα. Με την κόφτρα τεμαχίζονταν και με τη βαριά, τις σφήνες (σιδερένιες και πλατανίσιες) και τα τσεκούρια σχίζονταν κι αφού ξηραίνονταν ήταν έτοιμα να φορτωθούν.
Τα μικρότερα κλωνάρια τεμαχίζονταν με το τσεκούρι και μεταφέρονταν στο σπίτι, με το γενικό όνομα λιανά. Τα υπόλοιπα ήταν τα κλαρίδια, ξεκλαρίζονταν με το κλαδευτήρα ή άλλο τσεκοροπούλι και μεταφέρονταν υπό μορφήν δεματιών. Αυτά ήταν χρήσιμα για το κάψιμο της γάστρας και για προσανάμματα. Όμως συνήθως λίγα μεταφέρονταν, γιατί οι ανάγκες καλύπτονταν από τα κλαρίδια που έμεναν από το κλαρί που παχνιάζονταν τα λιανώματα.
Το φόρτωμα στα ζώα των κούτσουρων και των λιανών γινόταν τοποθετώντας τα οριζόντια στο σαμάρι με τη βοήθεια των θηλειών του σαμαριού και των φορτωτήρων και στη συνέχεια δένονταν περίτεχνα.
Για μεταφορά με ζαλίγκα στην πλάτη, από το μικρότερης ισχύος φορτιάρικο του νοικοκυριού, τη γυναίκα, είχαν τη μαλλινοτριχιά που την έπλεκε η ίδια με δικό της νήμα, για να μην κόβει τους ώμους.