Τόσα έχουν γραφτεί αυτές τις μέρες για την ανάρτηση και την γελοιογραφία του κ. Μόσιαλου σε σχέση με την Παναγία. Και επειδή προφανώς η επιστημονική κατάρτισή του δεν είναι επαρκής ώστε να γνωρίζει για τα είδη παρθενογένεσης στον φυσικό κόσμο και να μην το πάμε πιο πέρα την σχάση φωτονίων στο κενό και την αντιύλη. Και επειδή το βλάσφημός δεν είναι μάλλον επαρκές, αλλά το αστοιχείωτος μπορεί να είναι ορθότερο, καλό θα ήταν να θυμηθούμε την άποψη του Καθηγητή Αστροφυσικής κ. Μάνου Δανέζη σχετικά με το θέμα της ύπαρξης του Άστρου της Βηθλεέμ. Η καλύτερη απάντηση σε όσους έχουν μείνει σε μια ξεπερασμένη εποχή που ήθελε την πόλωση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, φιλοσοφίας – θεοσοφίας και θετικών επιστημών.
‘‘Αυτό όμως το οποίο πρέπει να τονιστεί είναι ότι, κάθε Άνθρωπος έχει το δικαίωμα του «θρησκεύεστε», και της «πίστης» σε γεγονότα τα οποία δεν αποδεικνύονται. Η πίστη όμως δεν αποτελεί «απόδειξη».
Μην ξεχνάμε ότι και στην επιστήμη υπάρχει η έννοια της «πίστης» την οποία όμως ονομάζουμε «θεωρία». Η «θεωρία» όταν αποδειχθεί και πειραματικά γίνεται πλέον δεκτή ως «φυσικός νόμος». Όμως και ο φυσικός νόμος είναι δεδομένο ότι μέσα στον χρόνο μπορεί να αλλάξει υπό το βάρος νέων επιστημονικών ανακαλύψεων.
Για τον λόγο αυτό πρέπει επιτέλους οι θεολόγοι και οι θετικοί επιστήμονες να κατανοήσουν, πριν ασχοληθούν με θέματα τα οποία αφορούν τους φυσικούς συμπαντικούς νόμους, ότι οι πεισματικά ακραίες θέσεις και η σκοπιμότητα δεν είναι ο καλύτερος οδηγός στην προσπάθεια αναζήτησης της αλήθειας. (…)
Οι εν γένει απορίες και ερωτήσεις μας, είχαν ως αφετηρία τους το γεγονός ότι τα περιγραφόμενα αστρονομικά γεγονότα που συνδέονται με τον «αστέρα», παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, οδηγούσαν με βεβαιότητα, ακόμα και έναν ερασιτέχνη αστρονόμο, στο συμπέρασμα ότι το φαινόμενο αυτό, αν υπήρξε, δεν ήταν αστρονομικής φύσεως.
Η αρχική όμως απορία μας, γινόταν βαθιά έκπληξη όταν γνωστοί για την κατάρτισή τους αστρονόμοι, στο πέρασμα των αιώνων, παραβλέποντας το σύνολο των σαφώς περιγραφομένων από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, αντιφατικών επιστημονικών στοιχείων, προσπαθούσαν επίμονα να πείσουν το ευρύ κοινό για την αστρονομική φύση του «άστρου της Βηθλεέμ». (…)
Eπικεντρώνοντας στην ουσία της ευαγγελικής αφήγησης, πιστεύουμε ότι ο Eυαγγελιστής Mατθαίος θέλησε να παρουσιάσει ένα γεγονός απόλυτα θαυματουργό και υπερφυσικό, που δεν είναι δυνατόν να συνταυτιστεί μ’ ένα φυσικό φαινόμενο. Kανένας δεν μπορεί εύκολα να ξεπεράσει την υπερβατικότητα του λεγόμενου «Άστρου» της Bηθλεέμ και να το εντάξει στους καθορισμένους αστρονομικούς νόμους που διέπουν την εμφάνιση ενός ουρανίου φαινομένου ή σώματος, έστω και εξαιρετικά σπάνιου.
Κινούνται εντός των πλαισίων του γενικότερου φυσικού νόμου, πιθανότατα όμως έξω από το σύστημα της μέχρι σήμερα γνωστής στον άνθρωπο επιστημονικής γνώσης. Μπορούμε να δεχθούμε τους όρους υπερβατικό και μεταφυσικό, ως προς τη φύση του. Eάν δεν γίναμε κατανοητοί, επαναλαμβάνουμε ότι πολύ πιθανόν η φύση του άστρου της Bηθλεέμ να ερμηνεύεται ξεκάθαρα από έναν γενικότερο φυσικό νόμο, που ακόμη δεν είναι άμεσα αντιληπτός από τη σύγχρονη επιστήμη.’’