Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

«Ζυγοί δόλιοι βδέλυγμα ενώπιον του Κυρίου» μας λέει στις Πα-ροιμίες του ο Σολομών. Όλοι μας ζυγιάζουν κι όλοι μας κλέβουν στο ζύγι. Αν είναι να μας πληρώσουν μας βρίσκουν ελαφρότερους και για το εναντίον βαρύτερους. Σύμφωνα με τους βυζαντινούς νόμους οι κλέβοντες στο ζύγι «ετύπτοντο, εκουρεύοντο και εξορίζονταν». Αν εφαρμοζόταν αυτός ο νόμος οι γύφτοι-παραγωγοί στις λαϊκές, αλλά και οι τουρκόγυφτοι –καταστηματάρχες της αγοράς θα είχαν κλείσει τα μαγαζιά τους. Ευτυχώς η τεχνολογία των νέων ηλεκτρονικών ζυγαριών και η φορομπηχτική μανία του κράτους, θα λύσουν το πρόβλημα. Οι ζυγοί δεν μετράνε βάρος αλλά μάζα, γιατί τότε οι δαιμόνιοι εμπορευόμενοι θα αγόραζαν στον ισημερινό, που τα αντικείμενα είναι ελαφρότερα και θα πωλούσαν στους πόλους της γης, που το ίδιο πράγμα είναι βαρύτερο!

Ή ζυγαριά δεν έλλειπε από κανένα σπίτι, με πρώτα και καλύτε-ρα τα καντάρια. Ο παλιός νοικοκύρης από τη μια ήθελε να έχει κα-θαρή εικόνα των γεννημάτων του κελαριού του κι από την άλλη έπρεπε να είναι ακριβής στις συναλλαγές του. Η συνηθισμένη κατηγορία των χρησιμοποιούμενων ζυγαριών ήταν οι ζυγαριές με μοχλοβραχίονες, η λειτουργία των οποίων στηρίζεται στις ιδιότητες των μοχλών. Ο αποκλειστικός ζυγός που χρησιμοποιούταν για οικιακή χρήση  ήταν το καντάρι  (τουρκ. kantar) ή στατέρι από το βυζ. στατήρ, που οι Βυζαντινοί επίσης το έλεγαν και καμπανόν. Οι λόγια ελληνική έκφραση είναι ρωμαϊκός ζυγός. Το καντάρι – εξεταζόμενο σαν μοχλός- δέχεται δυο δυνάμεις, αυτή του βάρους (Β) κι αυτή του αντιβάρου (Α) και ανάμεσα βρίσκε-ται το υπομόχλιο (Υ), που είναι ταυτόχρονα και σημείο στήριξης του κανταριού. Έτσι από την μια υπάρχει ο σταθερός μοχλοβραχίων του βάρους (Β-Υ) κι από την άλλη ο μοχλοβραχίων του κινούμενου αντιβάρου (Α-Υ) με τις υποδιαιρέσεις. Η θέση του αντιβάρου, όταν ι-σορροπήσει ο ζυγός, προσδιορίζει το βάρος (για την ακρίβεια την μάζα) του υπό ζύγιση αντικειμένου.

Οι γάντζοι στήριξης του κανταριού -και κατά συνέπεια οι θέσεις των υπομοχλίων- είναι δύο. Χρησιμοποιώντας τον γάντζο που είναι πλησιέστερος στο βάρος (δηλαδή μικραίνοντας τον μοχλοβραχίονα του βάρους), ζυγίζονται τα βαριά αντικείμενα (είναι οι λεγόμενες “βαριές” του κανταριού) και χρησιμοποιώντας τον άλλον ζυγίζονται τα ελαφρά (είναι οι “αλαφρές”). Σαν παροιμία “ζυγιάζει από τις βαριές” υποδηλώνει τον μυαλωμένο άνθρωπο και “ζυγιάζει από τις αλαφρές” τον χαζοβιόλη και την αλαφροκοπιά. Η ερώτηση: “Εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει,

ένα καντάρι λάχανα πόσους ντολμάδες βγάζει”, ειρωνευόταν τον κάθε ξερόλα. Αδερφάκι του κανταριού είναι η παλάντζα. Η αρχή λειτουργίας της είναι ίδια με αυτήν του κανταριού και ζυγίζει μικρότερα βάρη. Έχει σταθερό αντίβαρο και κινητό μοχλοβραχίονα αντιβάρου. Ήταν η βασική ζυγαριά των πλανοδίων εμπόρων. Στο μεσοδιάστημα μεταξύ οκάς και κιλού, η παλάντζα έδειχνε και τις δυο ενδείξεις. Μτφρ. η έκφραση “αλαφροπάλαντζα” δηλώνει τον χαζό άνθρωπο. Απαραίτητο παρελκόμενο του κανταριού και της παλάντζας είναι το λοστέκι ή παλάγο (ιταλ. palanko). Είναι το ξύλο με το οποίο στηρίζεται στους ώμους το καντάρι με το, υπό ζύγιση, βάρος. Τέλος το καντάρι ήταν πολλαπλάσιο της θρυλικής οκάς (1 καντάρι=44 οκάδες). Υποπολλαπλάσιο του κανταριού ήταν το «τάσι»=44/4=11 οκάδες και πολλαπλάσιο το «τσέκι» = 44Χ4 = 176 οκάδες.